Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Αγώνας δρόμου...

"Βρισκόμαστε σήμερα σε έναν παγκόσμιο αγώνα δρόμου. Και αυτό σημαίνει την ώρα της αναμέτρησης για μια χώρα σαν τη δική μας. Κολυμπάμε ή βουλιάζουμε. Δρούμε ή παρακμάζουμε."
-- Ντ. Κάμερον, 10/10/2012
Εκπομπή στο Euronews: ο Ζαν Κλωντ Τρισέ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέχρι τον Οκτώβριο του 2011 απαντάει σε ερωτήσεις νέων Ευρωπαίων για την κρίση, τις αιτίες της και τους τρόπους εξόδου από αυτήν. Η ερωτήσεις και οι απαντήσεις κινούνται σε ένα γνωστό, κλισέ πλέον μοτίβο: αν το ευρωομόλογο θα ήταν η λύση, αν πρέπει να προστατευτούν οι τραπεζίτες, αν η λιτότητα οδηγεί πουθενά και το ότι η διέξοδος σύμφωνα με τον κ. Τρισέ είναι, "όπως σε ένα νοικοκυριό, να ξοδεύουμε τόσα όσα κερδίζουμε".

Είναι εντυπωσιακό: μπαίνουμε στον πέμπτο χρόνο της κρίσης και ακόμη δεν φαίνεται να έχουμε καταλήξει, στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα για το τι προκάλεσε την κρίση και κυρίως πώς θα εξέλθουμε από αυτήν. Οι συντηρητικοί αναλυτές και οικονομολόγοι επιμένουν ότι οι αιτίες βρίσκονται στη δημοσιονομική χαλάρωση και ότι η λιτότητα είναι η λύση που θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πανικόβλητων αγορών. Το προοδευτικό στρατόπεδο, έχοντας ξανανακαλύψει τον Keynes επιμένει στις "αντικυκλικές" κινήσεις, να πέσει χρήμα στην αγορά για να τονωθεί η ανάπτυξη (δημιουργώντας τη γνωστή, κλισέ πλέον, αντιπαράθεση "λιτότητα ή ανάπτυξη"). Οι πιο ψαγμένοι επιμένουν ότι το πρόβλημα βρίσκεται στις ανισομέρειες του ευρώ. Οι πιο λαϊκιστές κατηγορούν τους τραπεζίτες και τους διευθυντές ταμείων για "καπιταλισμό καζίνο", για ασυδοσία και απληστία. Στην Ελλάδα μεγάλο μέρος της ευθύνης επιρρίπτεται στα "λαμόγια": τους κάθε λογής απατεώνες πολίτες και πολιτικούς. Όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι συμφωνούν ότι το πρόβλημα οφείλεται στο δημόσιο χρέος ορισμένων κρατών, είναι ευρωπαϊκό και ότι η παντοδύναμη Ευρώπη, αν δράσει συλλογικά, μπορεί με δυο-τρία οικονομικά ή θεσμικά τρικ  (ευρωομόλογο, κούρεμα χρέους, τύπωση νομισμάτων, ομοσπονδοποίηση της οικονομικής πολιτικής, κ.α.) να ξεμπερδέψει με την κρίση.

Σχεδόν όλοι όμως μοιάζουν να αγνοούν τις δραματικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην παγκόσμια οικονομία την τελευταία δεκαετία. Τον Ιανουάριο του 2001 η Κίνα εισήλθε ως μέλος στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, 6 χρόνια μετά την ίδρυσή του το 1995. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μία κατακόρυφη άνοδο για την κινεζική οικονομία που συμπαρέσυρε ολόκληρη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας και ανέτρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά τις διεθνείς οικονομικές ισορροπίες. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοί τους, έχοντας απολαύσει μία δεκαετία πρωτοφανούς οικονομικής άνθισης και ευημερίας, βρέθηκαν ξαφνικά υπό την αφόρητη πίεση των νέων τους ανταγωνιστών στην παγκόσμια σκακιέρα του διεθνούς εμπορίου. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που ξεκίνησε από την Αμερική, ήταν στην ουσία η αφορμή για να αποκαλυφθεί το πόσο αδύναμες, ανέτοιμες και εκτεθειμένες ήταν οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες απέναντι στη νέα παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα.

Τα πρώτα σύννεφα: το τέλος των φθηνών καυσίμων

Στο παρακάτω διάγραμμα αποτυπώνεται το εμπορικό ισοζύγιο των 27 της Ευρώπης (πηγή: Eurostat, επεξεργασία με GNU Octave). Η πρώτη παρατήρηση που κάνει κανείς είναι ότι μετά το 2002, όπου η ΕΕ ισορροπούσε στο εμπορικό της ισοζύγιο (μαύρη γραμμή), ακολούθησε μια ραγδαία πτώση μέχρι την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μετά την οποία υπήρξε μια μικρή ανάσχεση, για να καταλήξουμε σήμερα στο αρνητικό των περίπου 160 δις. Αυτό σημαίνει ότι στον τομέα του εμπορίου, η ΕΕ το 2011 είχε εκροή 160 δις προς τους εμπορικούς της εταίρους.


Εκείνο που προκαλεί εντύπωση όμως είναι ότι το αρνητικό αυτό ισοζύγιο δεν οφείλεται σε πτώση σε κάποιον από τους παραδοσιακούς τομείς εξαγωγών της Ευρώπης, δηλαδή τη χημική και τη βαριά βιομηχανία όπως θα περίμενε κανείς, αλλά από μία δραματική επιδείνωση στο ισοζύγιο των ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, κ.α., πράσινη γραμμή) από το 2002 και μετά. Η ΕΕ πληρώνει σήμερα παραπάνω από τριπλάσια ποσά σε σχέση με το 2002 για να καλύψει τις ανάγκες τις σε καύσιμα. Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα (πηγή: OPEC), η αύξηση αυτών των εξόδων δεν οφείλεται στην αύξηση της κατανάλωσης, αλλά στην αύξηση των τιμών των καυσίμων. Η τιμή του πετρελαίου σε δολάρια υπερ-τετραπλασιάστηκε μέσα σε 10 χρόνια, σημειώνοντας ετήσια μεσοσταθμική άνοδο 16 %.

Η δραματική αύξηση της τιμής του πετρελαίου αποδίδεται στην κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης που προκάλεσαν οι ανερχόμενες οικονομίες της Ασίας αλλά και της Νότιας Αμερικής. Οι συνέπειές της ήταν να τεθούν υπό σημαντική πίεση όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες, που έπρεπε να βρουν τρόπους να καλύψουν του συνεχώς διογκούμενο ελλειμματικό τους ισοζύγιο, και να αυξηθεί δραματικά το κόστος ζωής των πολιτών τους. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε που σε εποχές ύφεσης, οι περισσότερες οικονομίες εξακολουθούσαν αν εμφανίζουν ισχυρές πληθωριστικές τάσεις. Σημειώνεται ότι ακριβώς αντίθετο ήταν το αποτέλεσμα στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες (π.χ. Σαουδική Αραβία, Κατάρ) που είδαν την ανάπτυξή τους το ίδιο διάστημα να τρέχει ακόμα και με διψήφια νούμερα.

Ελλάδα και Πορτογαλία: τα εύκολα θύματα

Η Ελλάδα και η Πορτογαλία ήταν οι πιο ανέτοιμες χώρες της Ευρωζώνης για να αντιμετωπίσουν τη νέα οικονομική πραγματικότητα. Χώρες με παραδοσιακά αρνητικό ισοζύγιο σε όλους τους τομείς, το οποίο προσπαθούσαν να καλύψουν μέσω του τουρισμού και των όποιων εισροών κεφαλαίου μέσω ξένων επενδύσεων. Το παραγωγικό τους προφίλ, στηριγμένο κυρίως στην ελαφρά βιομηχανία (ρουχισμός, βιομηχανικά προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας και μεταποίησης, δομικά υλικά κ.α.) αποδείχτηκε εξαιρετικά ευάλωτο στον ανταγωνισμό που δέχτηκε από τις ανερχόμενες οικονομίες. Στην Ελλάδα ζήσαμε αυτό το φαινόμενο με την ραγδαία αποβιομηχάνιση καθόλη τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Την κατάσταση επιδείνωσε σημαντικά και η άνοδος των τιμών των καυσίμων (πράσινη γραμμή), όπως περιγράφηκε προηγουμένως.



Τόσο οι ελληνικές όσο και οι πορτογαλικές κυβερνήσεις φαίνεται ότι βρέθηκαν τελείως απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τον διαφαινόμενο κίνδυνο. Η αντίδρασή τους στη νέα πραγματικότητα ήταν να αυξήσουν τον κρατικό δανεισμό, δημιουργώντας τη γνωστή "ανάπτυξη με δανεικά", μία πολιτική που αποδείχτηκε εγκληματική. Η διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα το φαινόμενο πήρε με διαφορά πιο εκρηκτικές διαστάσεις, με την γνωστή πολιτική των διορισμών, της σπατάλης του δημοσίου χρήματος, της εκτεταμένης οικονομικής παραβατικότητας κάθε μορφής, κ.α. Οι εκροές δανεικού πλέον κεφαλαίου Ελλάδας και Πορτογαλίας στο απόγειο της κρίσης το 2008 έφτασαν τα 45 και 25 δις αντίστοιχα, ενώ το 2011, ύστερα από δύο χρόνια σκληρής λιτότητας μόλις μπόρεσαν αν φτάσουν τα επίπεδα του 1999, κυρίως λόγω της πτώσης των εισαγωγών.

Ισπανία: ο μεγάλος ασθενής 

Παρόμοια κατάσταση παρατηρείται το ίδιο διάστημα και στην Ισπανία, τηρουμένων των αναλογιών. Χώρα με παραδοσιακά υψηλή ανεργία και προβληματική παραγωγή, είχε την ατυχία να κουβαλάει επιπλέον το βάρος των λαθών του χρηματοπιστωτικού της συστήματος με τα στεγαστικά δάνεια. Η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου είναι δραματική.Το ποσό των εκροών το 2008 φτάνει τα 99 δις από 41 δις το 2002. Αξίζει να σημειωθεί ότι ευθύνη για την κακή εικόνα είναι το πλήγμα που φαίνεται ότι υπέστη τόσο ο κλάδος της βαριάς, όσο και της ελαφράς βιομηχανίας της, πιθανότατα λόγω του ανταγωνισμού από χώρες και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις του ισοζυγίου ορυκτών καυσίμων είναι εμφανής.


Γαλλία: ο επόμενος μεγάλος πονοκέφαλος;

Όταν γίνεται λόγος για χώρες της Ευρωζώνης που βρίσκονται σε κρίση σπάνια μπαίνει στη λίστα αυτή η Γαλλία. Από ό,τι φαίνεται τουλάχιστον από το εμπορικό της προφίλ των τελευταίων χρόνων, αυτό δε θα αργήσει να αλλάξει. Η πορεία των γαλλικών ισοζυγίων όπως φαίνεται παρακάτω είναι τραγική. Από το οριακά θετικό ισοζύγιο του 2002 φτάνει το 2011 τα -85 δις και μάλιστα με πτωτική τάση. Υπεύθυνοι όπως και στην Ισπανία είναι οι τομείς της βαριάς και της ελαφράς βιομηχανίας καθώς και οι τιμές των καυσίμων. Η γαλλική παραγωγή φαίνεται ότι περνάει μία πολύ βαθιά κρίση, η οποία σε αντίθεση με τις προηγούμενες χώρες που παρουσιάστηκαν δεν έχει ακόμα ανασχεθεί.


Ιταλία: όχι και τόσο PIG

Με το ξέσπασμα της κρίσης η Ιταλία βρέθηκε στο στόχαστρο κυρίως λόγω του μεγάλου της χρέους, το οποίο όμως είχε δημιουργήσει παλαιότερα. Στο εμπορικό της προφίλ ωστόσο η Ιταλία δείχνει μία σχετικά υγιή εικόνα, πολύ καλύτερη από εκείνη της Γαλλίας και της Ισπανίας. Παρόλο που το εμπορικό της ισοζύγιο είναι αρνητικό (από θετικό το 2002), οι τομείς της ελαφράς και της βαριάς βιομηχανίας δεν φαίνεται να έχουν πληγεί σημαντικά, και δείχνουν τάσεις ανάκαμψης. Φαίνεται ότι η Ιταλία είναι ίσως η μόνη χώρα μαζί με την Ιρλανδία που οφείλει την κρίση της σχεδόν αποκλειστικά στο μεγάλο της χρέος και τις τιμές των καυσίμων και όχι σε προβλήματα της πραγματικής της οικονομίας, η οποία δείχνει ότι έχει δυνατότητες να ξεπεράσει την κρίση. Εκτός από το χρέος όμως, έχει μπροστά της μεγάλες προκλήσεις, με βασικότερη το γεγονός ότι η βαριά της βιομηχανία ανταγωνίζεται την γερμανική, η οποία όσο προχωράει η κρίση αποκτά όλο και μεγαλύτερο πλεονέκτημα.


Γερμανία: καβαλώντας τον δράκο

Η Γερμανία είναι αναμφισβήτητα η πιο επιτυχημένη οικονομία της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη, ενδεχομένως και σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Το εμπορικό της ισοζύγιο βελτιώνονταν συνεχώς, με κάποια ανάσχεση κατά την κρίση του 2008, από τα 133 δις το 2002 στα 157 δις το 2011. Είναι επίσης εντυπωσιακό το γεγονός ότι με εξαίρεση τον τομέα των τροφίμων, όλοι οι άλλοι τομείς παραγωγής παρουσιάζουν θετικά ισοζύγια. Οι γερμανικές επιχειρήσεις φαίνεται ότι κατανόησαν από πολύ νωρίς τις αλλαγές που συντελούνταν στην παγκόσμια οικονομία και έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στις ανερχόμενες οικονομίες, μετατρέποντάς τις σε εξαιρετικά προσοδοφόρες για εκείνες αγορές, αποφεύγοντας παράλληλα την παγίδα της πτώσης της ζήτησης στον δυτικό κόσμο. Το 2002 το ισοζύγιο της Γερμανίας με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ανέρχονταν στα 72 δις για να πέσει το 2011 στα 55 δις. Αντίθετα οι εισροές από το εμπόριο εκτός Ευρώπης αυξήθηκαν από τα 61 δις στα 102 δις. Με άλλα λόγια, όταν ο κινεζικός δράκος ξεκινούσε την απογείωσή του στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η γερμανική οικονομία φρόντισε να είναι προσδεδεμένη στη ράχη του, προμηθεύοντας τα νέα ανερχόμενα αστικά στρώματα με σύγχρονα αυτοκίνητα, και τις καινούριες βιομηχανίες με εξοπλισμό. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι είναι μύθος το γεγονός ότι η Ευρώπη είναι ο πιο σημαντικός εμπορικός εταίρος της Γερμανίας. Τα εμπορικά της κέρδη βρίσκονται στην παρούσα φάση τουλάχιστον εκτός Ευρώπης.


Ολλανδία: ο έμπορος της Ευρώπης 

Στους κερδισμένους της νέας εποχής του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου συγκαταλέγεται και η Ολλανδία, με σταθερή βαθμολόγηση από τους οίκους αξιολόγησης στο τριπλό Α και πολλές φορές με βαθμολογία καλύτερη από εκείνη της Γερμανίας. Το εμπορικό της ισοζύγιο έχει πλεόνασμα 45 δις, δηλαδή το 28% του πλεονάσματος της Γερμανίας, μία σημαντική επίδοση για μία χώρα με πληθυσμό μόλις 17 εκατομμύρια, δηλαδή το 20% περίπου του πληθυσμού της Γερμανίας. Η Ολλανδία παρουσιάζει πλεονάσματα σε όλους ουσιαστικά τους τομείς παραγωγής εκτός από τα ορυκτά καύσιμα και είναι από τις λίγες χώρες που φαίνεται να μην επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την κρίση του 2008. Ισχυρό χαρτί για την ολλανδική οικονομία φαίνεται ότι είναι το εμπόριο μεταξύ της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου: με ΑΕΠ μόλις στο 25% του γερμανικού, ο όγκος τον εμπορευμάτων που διακινούνται από την Ολλανδία είναι στο 50% του όγκου που διακινεί η Γερμανία.


Φινλανδία: κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο AAΑ

Από τις χώρες του Ευρώ με βαθμολογία ΑΑΑ, η Φινλανδία είναι εκείνη με ισχυρά αρνητικές τάσεις στο ήδη αρνητικό εμπορικό της ισοζύγιο (το Λουξεμβούργο έχει και εκείνο σταθερά εμπορικό έλλειμμα, που οφείλεται στο γεγονός ότι είναι χώρα υπηρεσιών και όχι παραγωγής). Βασικός υπεύθυνος της πτώσης η βαριά της βιομηχανία και σημείο στροφής το 2008. Οι οίκοι αξιολόγησης ωστόσο φαίνεται να δίνουν εμπιστοσύνη στη χώρα της βόρειας Ευρώπης, ίσως χάρη στη μεγάλη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της (3η παγκοσμίως σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ).


...χωρίς νικητές

Τα εμπορικά ισοζύγια ασφαλώς δεν λένε όλη την αλήθεια για την οικονομία μίας χώρας. Ο τουρισμός για παράδειγμα, μία σημαντική πηγή εσόδων για τη  χώρα μας, δεν αποτυπώνεται στο εμπορικό ισοζύγιο. Η συνολική ροή κεφαλαίου σε μία χώρα άλλωστε περιγράφεται από το ισοζύγιο πληρωμών στο οποίο βέβαια το εμπορικό ισοζύγιο είναι συνήθως ο πιο σημαντικός παράγοντας. Το εμπορικό ισοζύγιο ωστόσο εκφράζει με τον πιο εμφαντικό τρόπο το παραγωγικό προφίλ μίας χώρας, τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία αλλά και την κατάσταση της πραγματικής της οικονομίας.

Ο παγκόσμιος οικονομικός χάρτης ξεκίνησε να αλλάζει δραματικά από το 2002 περίπου και μετά. Όσες από τις ευρωπαϊκές χώρες ήταν ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν την νέα οικονομική πραγματικότητα, με πρωταγωνιστή τον ευρωπαϊκό Νότο, επέλεξαν να καλύψουν τα ελλειμματικά τους ισοζύγια αυξάνοντας το δανεισμό. Έτσι εισήλθαν σε μία πρωτοφανή από τον ΒΠΠ κρίση, που ονομάστηκε "κρίση χρέους" γιατί το πρώτο εμφανές σύμπτωμα, ήταν η αδυναμία δανεισμού τους, εξαιτίας του διογκωμένου χρέους τους και του μη διαχειρίσιμου ελλείμματος. Η βασική αιτία της κρίσης ωστόσο, είναι το γεγονός ότι το παγκοσμιοποιημένο εμπόριο δημιούργησε μία νέα πραγματικότητα στην οποία οι χώρες αυτές δεν μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν.

Όσες χώρες κατόρθωσαν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση, χάρη στην ετοιμότητα και τη διορατικότητα των επιχειρήσεων αλλά και της πολιτικής τους ηγεσίας, ήταν και είναι οι κερδισμένες της νέας κατάστασης. Το όφελός τους μάλιστα ενισχύονταν καθώς οι ανταγωνιστές τους εντός Ευρώπης κατέρρεαν. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία των αυτοκινητοβιομηχανιών, όπου τη στιγμή που οι γερμανικές VW, BMW, Audi και Mercedes-Benz έχουν απογειώσει τα κέρδη τους τα τελευταία χρόνια κατακτώντας την κινεζική αγορά, οι ανταγωνιστές τους Renault, Citroën και FIAT, οι οποίες είτε δεν προέβλεψαν την κατάρρευση της ευρωπαϊκής αγοράς είτε δεν μπόρεσαν να ανοιχτούν επιτυχημένα στις νέες, πιο δυναμικές πλέον αγορές, βλέπουν τις πωλήσεις τους να μειώνονται και τα εργοστάσιά τους αναγκαστικά να κλείνουν. Ο καυγάς που ξέσπασε στον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Κατασκευαστών Αυτοκινήτων, όπου ο πρόεδρός του και διευθύνων σύμβουλος της FIAT κατηγόρησε την VW ότι συμβάλλει σε ένα "λουτρό αίματος" στην Ευρώπη, ανέδειξε το χάσμα που χωρίζει τους κερδισμένους από τους χαμένους της νέας κατάστασης και σε αυτόν τον τομέα. Στους χαμένους της κρίσης επομένως συγκαταλέγονται και οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης οι οποίες απέτυχαν να αντιληφθούν έγκαιρα και να αντιδράσουν σωστά απέναντι στη νέα πραγματικότητα, πέφτοντας έτσι "θύματα" των ανταγωνιστών τους εντός Ευρώπης.

Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται μόνο στον ευρωπαϊκό Νότο. Μπορεί η οξύτητά του στις χώρες αυτές να είναι σαφώς μεγαλύτερη, αλλά το φάντασμα των ελλειμμάτων απλώνεται σταδιακά στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, με την λιτότητα να εφαρμόζεται ως η μόνη λύση. Ο δυναμισμός των ανερχόμενων οικονομιών στηρίζεται ανάμεσα σε άλλα στη φθηνή εργασία (που πολλές φορές είναι και παιδική εργασία) και στην ανυπαρξία εργασιακών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, οι ανερχόμενες οικονομίες τρέχουν με τους ρυθμούς αλλά και τους "τρόπους" της ευρωπαϊκής Βιομηχανικής Επανάστασης των προηγούμενων αιώνων. Σε αυτό το πλεονέκτημα οι ευρωπαϊκές οικονομίες, ακόμα και οι πιο προηγμένες, θα δυσκολευτούν να δώσουν απάντηση. Μέχρι πρόσφατα, Ευρωπαίοι σε θέσεις ευθύνης επέμεναν ότι οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να επενδύσουν στην υψηλή τεχνολογία και την καινοτομία για να εξισορροπήσουν το μειονέκτημα ανταγωνιστικότητας. Το επιχείρημα αυτό φθίνει όλο και περισσότερο, πρώτα και κύρια γιατί οι ανερχόμενες οικονομίες κλείνουν σιγά σιγά το τεχνολογικό τους έλλειμμα αλλά και γιατί η καινοτομία και η υψηλή τεχνολογία δεν μπορούν από μόνες τους να διατηρήσουν επαρκή αριθμό θέσεων εργασίας όταν οι πιο "παραδοσιακοί" τομείς ψυχορραγούν. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της διαμάχης μεταξύ Κομισιόν και Κίνας για τους ηλιακούς συλλέκτες κινεζικής κατασκευής που κατέκλυσαν την ευρωπαϊκή αγορά και έπληξαν σοβαρά τους Γερμανούς κατασκευαστές. Σε άλλους τομείς, όπως στην κατασκευή κινητών τηλεφώνων η Ευρώπη έχασε την πρωτοκαθεδρία της μέσα σε λιγότερο από 3 χρόνια έναντι των Κινέζων και των Κορεατών ανταγωνιστών της.

Ο κ. Κάμερον έχει σίγουρα δίκιο: η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου τοποθέτησε όλους τους Ευρωπαίους (και όχι μόνο τους Βρετανούς) σε έναν αγώνα δρόμου. Για να κερδίσουν αυτόν τον αγώνα, θα πρέπει να "τρέξουν" πιο γρήγορα, δηλαδή να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, που περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα την περιστολή μισθών, εργασιακών δικαιωμάτων αλλά και δημοσίων δαπανών εξαιτίας της αναγκαίας πλέον μείωσης της φορολογίας που δρα "αντιανταγωνιστικά". Μόνο που ο κ. Κάμερον δε μας εξηγεί ότι ο αγώνας δρόμου που περιγράφει δεν έχει νικητές. Η λιτότητα στην Ευρώπη, εκτός από φτώχεια, οδηγεί σε πτώση της εγχώριας ζήτησης που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε κρίση υπερπαραγωγής και ανεργίας στις ανερχόμενες οικονομίες και επομένως νέα πτώση της ζήτησης για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί, ενώ οι ενέσεις ρευστότητας που επιχειρούν οι κυβερνήσεις τους είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορέσουν δημιουργήσουν μία βιώσιμη οικονομική κατάσταση. Το σπιράλ ανταγωνιστικότητας-ύφεσης στο οποίο κινείται πλέον η παγκόσμια οικονομία μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο ισχυρό από τέτοιου είδους επιφανειακά μέτρα. Ούτε και οι "αντικυκλικές" πολιτικές που προτείνουν οι "Αριστεροί" οικονομολόγοι θα έχουν αποτέλεσμα. Δεν έχει νόημα να γίνονται ενέσεις ρευστότητας σε εθνικές οικονομίες ή οικονομικούς τομείς με πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και άρα βιωσιμότητας. Ακόμα και τα διάφορα τεχνάσματα των ευρωομολόγων ή των πληθωριστικών ευρώ μπορούν να έχουν μόνο προσωρινά αποτελέσματα στην καλύτερη περίπτωση (στην χειρότερη περίπτωση μπορεί να οδηγήσουν σε νέα εκτίναξη τις τιμές καυσίμων μετατρέποντας μία ήδη δύσκολη κατάσταση σε ασφυκτική).

Από την άλλη ο προστατευτισμός που προτείνουν μαζί με τους εθνικιστές και ορισμένοι, "γνήσιοι" κατά τα άλλα, Αριστεροί είναι η χειρότερη και η πιο επικίνδυνη λύση: όταν ένας εμπορικός εταίρος μετατρέπεται σε απλό ανταγωνιστή στο διεθνές κυνήγι φυσικών πόρων, ο πόλεμος εναντίον του γίνεται πολύ περισσότερο ελκυστικός. Αν όμως η εξαθλίωση προχωρήσει τότε είναι βέβαιο ότι το στρατόπεδο του απομονωτισμού θα κερδίσει απειλώντας την παγκόσμια ειρήνη. Το έργο το έχουμε ξαναδεί άλλωστε στον ΒΠΠ.

Αγώνας με κανόνες

Η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου την τελευταία δεκαετία είχε σαφώς πολλά θετικά αποτελέσματα. Παρά τα πολύ μεγάλα κοινωνικά προβλήματα των ανερχόμενων οικονομιών (έλλειψη ατομικών ελευθεριών, ανισότητα, κακές συνθήκες εργασίας) είναι ευτύχημα που πολλά εκατομμύρια εργαζομένων στις χώρες αυτές έχουν πλέον το εισόδημα να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο που μέχρι τώρα απολάμβανε μόνο ο Ευρωπαίος και ο Βορειοαμερικάνος εργαζόμενος, ή να ταξιδέψουν την μισή Υφήλιο μέχρι την Ελλάδα για να δουν την Ακρόπολη και να κάνουν τις διακοπές τους απολαμβάνοντας το Αιγαίο. Ωστόσο, οι διεθνείς κανόνες που τίθενται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς αφού δεν μπορούν να αποτρέψουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό που προκαλεί η τεχνητή πτώση της εγχώριας ζήτησης μέσω της μείωσης των μισθών ή της περιστολής βασικών εργασιακών δικαιωμάτων όπως είναι τα όρια ηλικίας και το ωράριο εργασίας (αύξηση του ωραρίου σημαίνει μείωση του χρόνου που διατίθεται για κατανάλωση και επομένως αποτελεί έμμεση τεχνητή πτώση της ζήτησης). Δεν αποτρέπουν επίσης την παγκόσμια ύφεση που προκαλεί το κυνήγι της ανταγωνιστικότητας μέσω τέτοιων μεθόδων. Το ζήτημα σε τελική ανάλυση είναι πρωτίστως ανθρωπιστικό. Θέλουμε να ζούμε σε έναν κόσμο όπου το κατά τα άλλα υπερμοντέρνο κινητό μας τηλέφωνο είναι φτιαγμένο από τα χέρια ενός μικρού παιδιού; Θέλουμε μήπως το παιδί αυτό να είναι αύριο το δικό μας;

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Λίστα Φαλτσιάνι και λίστα Βενιζέλου

Συνοψίζω την ιστορία:

- Στο φύλλο των Financial Times της Κυριακής (30/09/12), ο κ. Στουρνάρας δηλώνει άγνοια για την περιβόητη λίστα Φαλτσιάνι (γνωστή και ως λίστα Λαγκάρντ), η οποία μεταξύ άλλων περιέχει και 1991 ονόματα καταθετών από την Ελλάδα στην τράπεζα HSBC στην Ελβετία. Ο κ. Στουρνάρας δηλώνει επίσης ότι θα ζητήσει εκ νέου αντίγραφο.

- Στο ΣΔΟΕ δηλώνουν άγνοια για τη λίστα. Η ΕΥΠ διαψεύδει ότι γνωρίζει κάτι σχετικό. Τα φώτα της επικαιρότητας πέφτουν πάνω στους δύο πρώην υπουργούς Οικονομικών, κ.κ. Παπακωνσταντίνου και Βενιζέλο, και τους πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ, κ.κ. Καπελέρη και Διώτη.

- Ο κ. Διώτης δηλώνει την Τρίτη ότι η λίστα δεν ήταν χρησιμοποιήσιμη, ως προϊόν υποκλοπής.

- Το ίδιο πρωί ο κ. Βενιζέλος παραδίδει ένα αντίγραφο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, της λίστας Φαλτσιάνι στο πρωθυπουργικό γραφείο. Στην ίδια γραμμή με τον κ. Διώτη, τονίζει και εκείνος ότι η λίστα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί νομικά. Το βράδυ δίνει μία μακρά συνέντευξη σε παραληρηματικούς τόνους στο κεντρικό δελτίο του Mega στο οποίο προσπαθεί να πείσει το κοινό ότι όποιος βάλλει κατά του ιδίου, βάλλει κατά του ΠΑΣΟΚ, και κατά επέκταση της κυβέρνησης. Η λίστα Βενιζέλου τελικά θα καταλήξει στον οικονομικό εισαγγελέα κ. Πεπόνη μέσω του ΣΔΟΕ.

- Το ΠΑΣΟΚ βράζει. Την Τετάρτη συγκαλείται εσπευσμένα η κοινοβουλευτική ομάδα η οποία συνεδριάζει κεκλεισμένων των θυρών. Από τη συνεδρίαση προκύπτουν ελάχιστες ειδήσεις σχετικά με το θέμα. Απλά γίνεται λόγος για "ατυχείς χειρισμούς". Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ τηρούν σιωπή νεκροταφείου.

- Οι τέσσερις εμπλεκόμενοι στην υπόθεση προβαίνουν σε αλληλοαναιρούμενες δηλώσεις καθ' όλη τη διάρκεια της εβδομάδας. Την Παρασκευή ο κ. Πεπόνης δίνει εντολή στο ΣΔΟΕ για πλήρη αξιοποίηση της λίστας Βενιζέλου, υποστηρίζοντας ότι εφόσον προήλθε επισήμως από την γαλλική κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιηθεί και νομικά, εκθέτοντας τους έμπειρους νομικούς κ.κ. Βενιζέλο και Διώτη.

Όσο επιεικής να θέλει να είναι κανείς, πρόκειται σαφώς για μια υπόθεση τουλάχιστον εγκληματικής αμέλειας σε βάρος του Δημοσίου με αυτονόητες υποψίες για συγκάλυψη. Είναι επίσης τραγελαφικό να χρησιμοποιείται για την έρευνα ένα στοιχείο (η λίστα Βενιζέλου) το οποίο προήλθε από έναν από τους εμπλεκόμενους, καθώς υπάρχουν εύλογα ερωτηματικά για τη γνησιότητα της λίστας, όπως τόνισε και ο κ. Ραγκούσης, ο οποίος ήταν υπουργός εκείνη την περίοδο. Οι εισαγγελείς θα πρέπει να αναζητήσουν τη γνήσια λίστα Φαλτσιάνι πριν προχωρήσουν σε έρευνες, και φυσικά οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να εύχονται οι δύο λίστες να μη διαφέρουν.

Μία ακόμη λίστα θα πει κανείς ανάμεσα στις τόσες που κυκλοφορούν τελευταία. Εχθές στο κεντρικό του δελτίο το Mega πρέπει να ανέφερε τουλάχιστον τέσσερις λίστες προσώπων που ελέγχονται. Όμως εδώ δεν πρόκειται για άλλη μία υπόθεση φοροδιαφυγής με απώλειες για το Δημόσιο. Πρόκειται για πιθανή υπόθεση συγκάλυψης οικονομικού εγκλήματος σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Είναι άλλωστε κοινό μυστικό ότι η αιτία της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα δεν οφείλεται στην ευρηματικότητα των Ελλήνων φοροφυγάδων, αλλά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης να καταπολεμηθεί το φαινόμενο, ενώ υπάρχουν διάχυτες υπόνοιες ότι η αιτία αυτής της έλλειψης βούλησης δεν είναι η ατολμία των πολιτικών, αλλά η εμπλοκή τους σε τέτοιες ενέργειες. Για να χτυπηθεί επομένως αποτελεσματικά η μεγαλοφοροδιαφυγή πρέπει πρώτα να εξασφαλιστεί ότι αυτή δεν έχει δεσμούς με το πολιτικό σύστημα. Για αυτούς τους λόγους η πλήρης διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης είναι πιο σημαντική από τα ποσά που θα λάβει το ελληνικό Δημόσιο από πρόστιμα που ενδεχομένως να προκύψουν.

Σύνδεσμοι:


Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Η Κεντροαριστερά μετά την 6η Μαΐου

Νομίζω κάθε ένας που δεν είναι φανατικά φιλελεύθερος, συμφωνεί ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί το υπάρχων σύστημα που μεγεθύνει την ανισότητα ενώ για τον πολύ κόσμο έχει μόνο συνταγές ύφεσης-λιτότητας. Όπως έχω ξαναγράψει και σε προηγούμενη ανάρτηση, τα πράγματα δείχνουν ότι η κρίση τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό Νότο θα λυθεί με μαζικές διαγραφές χρεών, στα πρότυπα του 2ου Μνημονίου, ριζικές αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, και ενδεχομένως πρόσθετες μεταρρυθμίσεις. Το πότε θα έρθουν ακριβώς αυτές οι αλλαγές δεν είναι γνωστό, αλλά θεωρώ βέβαιο ότι δεν θα είναι μία εύκολη και αβίαστη διαδικασία. Το άδικο με την Ελλάδα είναι ότι έχει φορτωθεί το βάρος του τελείως αποτυχημένου (κατά Μέρκελ) πρώτου Μνημονίου.

Πριν τις εκλογές θεωρούσα ότι η καλύτερη στρατηγική για την Ελλάδα ήταν να κρατήσει όσο μπορεί εντός του Μνημονίου, με δίκαιη λιτότητα και μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε όταν θα υπάρξουν αυτές οι ριζικές αλλαγές η Ελλάδα να είναι στις διαπραγματεύσεις και μέρος της λύσης. Να μην είναι η πρώτη που θα "σπάσει" δίνοντας δικαιώματα για αποβολή της από τον ευρωπαϊκό ιστό. Θεωρούσα μάλιστα ότι κόμματα εκτός του δικομματισμού, όπως η ΔΗΜΑΡ (στην οποία σημειώνω ήμουν μέλος από τον Μάιο του 2011 μέχρι τον Φεβρουάριο 2012) έπρεπε να πάρουν το ρίσκο και να παρέμβουν θετικά σε αυτήν την προσπάθεια, εξασφαλίζοντας κατά το δυνατό τη δίκαιη κατανομή των βαρών αλλά και την εφαρμογή ορισμένων δίκαιων μεταρρυθμίσεων που περιέχονταν στο Μνημόνιο, όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Η ΔΗΜΑΡ επέλεξε να μην αναλάβει αυτό το, πράγματι μεγάλο, ρίσκο. Το τι θα κατάφερνε αν το επιχειρούσε δε θα το μάθουμε ποτέ. Eξαιτίας λοιπόν και της κακής συνταγής αλλά και της κάκιστης διαχείρισης από το ΠΑΣΟΚ, η δίκαιη λιτότητα "πήγε περίπατο" και τη θέση της πήρε μία άγρια, άδικη λιτότητα. Ο Έλληνας δεν άντεξε και το έδειξε σε αυτές τις εκλογές, κάνοντας μία δημοκρατική επανάσταση και ζητώντας άλλο δρόμο, αν αυτός βέβαια υπάρχει. Έχουμε πλέον μετά τις εκλογές δύο σχεδόν αντίρροπα πολιτικά δεδομένα (η κοινή τους συνιστώσα θέλω να πιστεύω είναι η τελική επίλυση της κρίσης). Τη στάση της Ευρώπης, και τη στάση των πολιτών στην Ελλάδα. Από αυτά το πρώτο, έστω και θεωρητικά, είναι διαπραγματεύσιμο, ενώ το δεύτερο αποτελεί τετελεσμένο και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η δυναμική του ενισχύεται.

Η πτώση του ΠΑΣΟΚ, η ευκαιρία της ΔΗΜΑΡ και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ

Το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει σε όλο του το φάσμα, αλλά οι πραγματικά δραματικές αλλαγές έγιναν στην Κεντροαριστερά με την παταγώδη πτώση του ΠΑΣΟΚ από το ποσοστό του 43,92% του 2009 στο 13,8 %. Πολλοί σπεύδουν να αποδώσουν την πτώση αυτή γενικά και αόριστα στις πολιτικές που ακολούθησε τα τελευταία 2 χρόνια. Θυμίζω ωστόσο ότι τα δημοσκοπικά ποσοστά  του ΠΑΣΟΚ παρέμεναν υψηλά ακόμη και ενάμιση χρόνο μετά τις εκλογές, και αφού είχε ψηφιστεί και άρχισε να εφαρμόζεται το πρώτο Μνημόνιο. Θεωρώ ότι ο κόσμος αναγνώριζε λίγο πολύ ότι η ελληνική οικονομία είχε πράγματι προβλήματα και κάποιες προσαρμογές ήταν αναγκαίες. Οι τραγικές επιδόσεις της πρώτης χρονιάς της κυβέρνησης Παπανδρέου, με απίστευτες παλινωδίες, έλλειψη σχεδίου αλλά και πολιτικής βούλησης είναι αυτές που αποξένωσαν το κόμμα του από τη λαϊκή του βάση. Η δημοτικότητα του ΠΑΣΟΚ άρχισε να κατρακυλά όταν ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι όχι μόνο αδυνατούσε, αλλά δεν είχε και πραγματική βούληση να εφαρμόσει με δικαιοσύνη τα μέτρα του Μνημονίου. Σε αυτήν την πτώση συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό και το "βρώμικο παρελθόν" του ΠΑΣΟΚ που είχε συνδεθεί με τα σκάνδαλα, το πελατειακό σύστημα, τη διαπλοκή με τις τράπεζες και τον επιχειρηματικό κόσμο κλπ.

Οι ψηφοφόροι του άρχισαν να το εγκαταλείπουν και αναζήτησαν άλλες επιλογές, κυρίως στην Αριστερά, με πρώτη επιλογή τη ΔΗΜΑΡ, η οποία τον Μάρτιο του 2012 εμφανίζονταν με ποσοστό γύρω στο 15 %, έναντι 11 % του ΠΑΣΟΚ και 12 % του ΣΥΡΙΖΑ (Public Issue 15/03/2012). Η ΔΗΜΑΡ ωστόσο δεν μπόρεσε να διατηρήσει αυτή τη θέση, κατά τη γνώμη μου γιατί πρότεινε σε ένα ήδη εξουθενωμένο κοινό τη λύση των ισοδύναμων μέτρων, μία λύση που είχε προτείνει και ο κ. Σαμαράς χωρίς να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Στα αυτιά του λαού, όσα πρότεινε για ένα πιο ήπιο Μνημόνιο δεν διέφεραν σημαντικά από όσα προσπαθούσε να κάνει το ΠΑΣΟΚ στη διαχείριση του Μνημονίου. Επιπλέον, λόγω της αρνητικής της στάσης σε όσες μεταρρυθμίσεις επιχείρησε το ΠΑΣΟΚ, δεν κατάφερε να προσελκύσει ούτε την μερίδα των πολιτών που είναι υπέρ των αλλαγών και να διαμορφώσει ένα γνήσια μεταρρυθμιστικό προφίλ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, εκμεταλλευόμενος και τη βοήθεια ορισμένων προσωπικοτήτων με αρκετή επιρροή, όπως ο κ. Βαρουφάκης, κατάφερε να πείσει ένα, μεγάλο όπως αποδείχθηκε, μέρος των εκλογέων ότι η ολοκληρωτική αλλαγή της στρατηγικής του Μνημονίου και όχι απλά ορισμένων μέτρων είναι εφικτή και βιώσιμη, δίνοντας στον κόσμο μία ελπίδα για βελτίωση που τόσο την είχε ανάγκη. Το βασικό επιχείρημα του κ. Τσίπρα ήταν και είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα διστάσουν να αποπέμψουν την Ελλάδα από το ευρώ, φοβούμενοι την εξάπλωση της κρίσης και θα ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν σε απαιτήσεις για αλλαγή πλεύσης του Μνημονίου. To κατά πόσο αυτή η υπόθεση ισχύει θα το μάθουμε όλοι αν ο κ. Τσίπρας αναλάβει την εξουσία, ωστόσο οφείλω να σημειώσω ότι υπάρχουν και θεσμικοί παράγοντες που τον επιβεβαιώνουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαργύρωσε και την πολύ καλή διαχείριση της προεκλογικής περιόδου, κατά την οποία, με το σύνθημα της Αριστερής κυβέρνησης, έδωσε στον κόσμο την ελπίδα όχι μόνο για την αλλαγή πλεύσης της οικονομικής πολιτικής, αλλά και για το, πολυπόθητο για πολλούς, τέλος του δικομματισμού.

Η νέα Κεντροαριστερά;

Στις εκλογές τα απόλυτα ποσοστά καθορίζουν τις κυβερνήσεις, αλλά τα πολιτικά συμπεράσματα εξάγονται από τις μεταβολές τους. Έτσι η ΝΔ, με πτώση των ποσοστών της από 33,47 % σε 18,85 % μπορεί να είναι πρώτο κόμμα, αλλά μάλλον δεν συγκαταλέγεται στους νικητές. Νικητής είναι η Αριστερά και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ.

Μετά την θεαματική άνοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με μεγάλες προκλήσεις. Στη συγκέντρωση του κόμματος εχθές στη Νίκαια, ο κ. Τσίπρας δήλωσε ότι "δημιουργούμε την λαϊκή δημοκρατική παράταξη της Αριστεράς". Τα ιστορικά δεδομένα καταδεικνύουν ωστόσο ότι οι (αμιγείς) κυβερνήσεις Αριστεράς σπάνια επιτυγχάνονται και όταν αυτό γίνεται δεν έχουν διάρκεια, κυρίως γιατί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη στήριξη από τους πολίτες. Οι βασικοί πυλώνες των δημοκρατιών της Ευρώπης είναι η Κεντροαριστερά και η Κεντροδεξιά και θεωρώ ότι η χώρα μας, παρά την μεγάλη πολιτική κρίση και τις χρόνιες ιδιαιτερότητές της, δεν αποτελεί εξαίρεση. Έτσι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να έχει διάρκεια στο πολιτικό σκηνικό έτσι ώστε να εφαρμόσει τις πολιτικές του, θα πρέπει να προσεγγίσει την Σοσιαλδημοκρατία (ίσως σε μία καινούρια, ανανεωμένη και πιο γνήσια μορφή) και να βλέπει ως συνεταίρους του σε συγκυβέρνηση όχι μόνο την κεντροαριστερά, αλλά ακόμα και τον κεντρώο χώρο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του εξάλλου προέρχεται πλέον από τους χώρους αυτούς. Παράλληλα, θα πρέπει να εγκαταλείψει τις εντελώς ανούσιες ακτιβιστικές του πρακτικές που αποξενώνουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και προκαλούν αμφιβολία ακόμα και για τον δημοκρατικό του προσανατολισμό. Μία τέτοια μετάλλαξη όμως, ιδιαίτερα για ένα συνασπισμό κομμάτων στον οποίο η ενότητα δεν ήταν ποτέ δεδομένη, είναι εξαιρετικά δύσκολη, ίσως και αδύνατη.

Στην νέα εποχή των συνεργασιών, πρωταγωνιστές θα είναι εκείνοι που καταφέρνουν να δημιουργούν συνθέσεις και συνεργασίες τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Σε αυτόν τον τομέα ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το πρώτο του μεγάλο λάθος μετεκλογικά, με το ξεκίνημα μίας αδικαιολόγητης αλλά και ανώφελης επίθεσης εναντίον της ΔΗΜΑΡ. Σε όποιον μπορεί να κάνει μία έστω και ελάχιστη ανάλυση των πολιτικών δεδομένων ήταν φανερό ότι ο κ. Κουβέλης δεν θα συμμετείχε ποτέ σε κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κίνηση αυτή δεν θα εξυπηρετούσε ούτε το γενικό αλλά ούτε και το κομματικό του συμφέρον, ενώ θα τον άφηνε έκθετο καθώς είχε προειδοποιήσει προεκλογικά ότι δεν θα γίνονταν το "αριστερό άλλοθι" μίας τέτοιας συμμαχίας. Το αποτέλεσμα αυτής της ανόητης πραγματικά διαμάχης ήταν να φανεί αναξιόπιστη όλη η Αριστερά (με πρώτο το ΣΥΡΙΖΑ) σε μία κρίσιμη στιγμή που ένα μεγαλύτερο όσο ποτέ μέρος της κοινωνίας της έχει δώσει την πρωτοβουλία. Το αποκορύφωμα της διαμάχης αυτής ήταν η σημερινή δήλωση του κ. Κουβέλη ότι δε θα συνεργαστεί με το ΣΥΡΙΖΑ ούτε μετεκλογικά (εύχομαι πραγματικά να ανασκευάσει), γεγονός που κάνει την "κυβέρνηση των προοδευτικών δυνάμεων" που ο ίδιος ο κ. Κουβέλης επαγγέλλονταν πρακτικά αδύνατη.

Αν το μήνυμα των προηγούμενων εκλογών ήταν η αλλαγή  της ακολουθούμενης πολιτικής, το διακύβευμα των επόμενων εκλογών (τον Ιούνιο όπως δείχνουν μέχρι στιγμής τα πράγματα) θα είναι η συγκρότηση μίας κυβέρνησης που θα διεκδικήσει αυτές τις αλλαγές. Σε μία ιστορική στιγμή, οι δυνάμεις της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς (κυρίως εκείνες που δεν κυβέρνησαν όλα αυτά τα χρόνια) φαίνονται διασπασμένες και δείχνουν ότι πετάνε μία τεράστια ευκαιρία να εφαρμόσουν τις λύσεις τους. Οι ηγεσίες τους έχουν ακόμη χρόνο να επανορθώσουν, να λειτουργήσουν ενωτικά και να ανακτήσουν την αξιοπιστία της Αριστεράς.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Το μετέωρο βήμα μίας σύμβασης

Όσοι πιστεύουν ότι η δανειακή σύμβαση υπερψηφίστηκε το βράδυ της περασμένης Κυριακής, ας το ξανασκεφτούν. Τα μόνα μνημονιακά κόμματα με σοβαρές ελπίδες επανεκλογής, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ, συγκεντρώνουν συνολικά με βάση τις δημοσκοπήσεις γύρω στο 36 - 38 %, μετρημένο πριν την μεγάλη στροφή του κ. Σαμαρά, που σημαίνει ότι δεν καταγράφει το πολιτικό κόστος που θα έχει η αυτομόλησή του στο μνημονιακό μπλοκ. Συνεπώς, ακόμα και με δεδομένο ότι τα δύο αυτά κόμματα θα συνεργαστούν (κάτι που δεν είναι σίγουρο), ο σχηματισμός κυβέρνησης είναι αβέβαιος και ακόμα και αν αυτή σχηματιστεί θα είναι αποδυναμωμένη και θα κινδυνεύει να καταπέσει στην πρώτη δύσκολη στροφή.

Σήμερα στα δελτία ειδήσεων οι διάφοροι αναλυτές αναρωτιούνται "που το πάνε οι κακοί Γερμανοί" οι οποίοι "προβάλλουν ανεξήγητες δικαιολογίες ώστε να μην υλοποιηθεί η σύμβαση". Εγώ ήθελα να τους ρωτήσω αν πιστεύουν ότι οι ίδιοι οι Έλληνες την θέλουν. Με βάση τις δημοσκοπήσεις σίγουρα όχι. Άρα γιατί κατηγορούμε τους Γερμανούς; Το "βαρύ πεπόνι" είμαστε εμείς, που για κάποιο λόγο πιστεύουμε ότι τους κάνουμε και χάρη που θα πάρουμε το δάνειο.

Για να πετύχει η σύμβαση χρειάζεται μία τιτάνια προσπάθεια από όλους τους Έλληνες για αρκετά χρόνια. Δεν φτάνει καν η ανοχή, χρειάζεται πραγματική θέληση. Χρειάζεται η πλειοψηφία να την βλέπει θετικά, και με το ένα μάτι στραμμένο στις ευρωπαϊκές εξελίξεις για την εξασφάλιση κατά το δυνατόν ευνοϊκότερους όρους. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να έχει εξασφαλιστεί ευρεία αποδοχή από την ελληνική κοινωνία και  το πολιτικό προσωπικό που την εκφράζει. Αν αυτή η αποδοχή δεν υπάρχει, η σύμβαση δεν έχει καμία ελπίδα να πετύχει. Δεν γίνεται να προσπαθεί μία κυβέρνηση του 38 % και να παίρνει όλες τις δύσκολες αποφάσεις και τα υπόλοιπα κόμματα να κάνουν εύκολο αντιμνημονιακό αγώνα εντός και εκτός Βουλής. Οι εταίροι μας τα γνωρίζουν αυτά (μας έχουν πλέον μάθει για τα καλά), και για το λόγο αυτό αμφισβητούν την επιτυχή εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος. Και βρίσκω πολύ λογικό να μην θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη μίας νέας ελληνικής αποτυχίας ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά.

Το αντιμνημονιακό μέτωπο (που όπως εξελίσσονται τα πράγματα θα μετατραπεί σε μέτωπο της χρεοκοπίας), δηλαδή η "συμμαχία" του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, της ΔΗΜΑΡ, του ΛΑΟΣ, και των "φιλολαϊκών" πολιτικών σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, πλαισιωμένο και από την πλειονότητα των ΔΚΓ φαίνεται να κερδίζει τη μάχη. Με μίζερη ρητορεία, άφθονο λαϊκισμό, γκρίνια και γαβγίσματα κατάφεραν στο τέλος να δημιουργήσουν την εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι για την παταγώδη αποτυχία της κυβέρνησης Παπανδρέου ευθύνεται απλά η "κακή τρόικα" και η συνταγή του μνημονίου και όχι η πλήρης ανικανότητα και η έλλειψη βούλησης των στελεχών της. Το πρόβλημά μας δηλαδή είναι το μνημόνιο και όχι αυτοί που το διαχειρίστηκαν. Το αντιμνημονιακό μέτωπο ταυτίστηκε με αυτό της αντιμεταρρύθμισης (όποιος το αμφισβητεί ας ρίξει μια ματιά στις βουλευτικές ψηφοφορίες) που σταθερά και μεθοδευμένα αντιδρούσε σε κάθε ουσιαστική αλλαγή, διαμορφώνοντας έναν βαθιά συντηρητικό πολιτικό πυρήνα.

Τα ψέμματα τελείωσαν. Για να πετύχει το οικονομικό πρόγραμμα που προβλέπει η σύμβαση χρειάζεται να αναδειχθεί μία κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή για να το εφαρμόσει. Η καθυστέρηση των εκλογών θα οδηγήσει σε παρατεταμένη προεκλογική περίοδο η οποία θα σημαίνει σίγουρη αποτυχία οποιασδήποτε προσπάθειας. Είναι καιρός να τεθούν πολίτες και κόμματα προ των ευθυνών τους. Εδώ που έφτασε η κατάσταση η καλύτερη λύση είναι εκλογές πριν την οριστική συμφωνία. Αν οι πολίτες δεν την θέλουν, ας την απορρίψουν μέσω των εκλογών αναλαμβάνοντας και την ευθύνη για τις όποιες συνέπειες. Είναι γεγονός ότι το κλίμα γενικής απόγνωσης που επικρατεί δεν ευνοεί την ομαλή διεξαγωγή τους, ωστόσο όλα δείχνουν ότι αυτό το κλίμα συνεχώς θα χειροτερεύει παρά θα βελτιώνεται.