Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Ιστορικοί εθνικοί διχασμοί και το σήμερα

του Λεωνίδα Ακριβόπολου*


Ιστορικοί εθνικοί διχασμοί


Εν τω μέσω του επαναστατικού αγώνα του 1821 τρία κόμματα δημιουργούνται. Το φιλοαγγλικό, φιλογαλλικό και φιλορωσικό κόμμα. Την ίδια περίοδο και με τα χρήματα από τα πρώτα ληστρικά επαναστατικά δάνεια (αποπληρώθηκαν το 1964) διεξάγονται δύο εμφύλιοι πόλεμοι με σαφές αποτέλεσμα την εξασθένηση του επαναστατικού μετώπου και την διακινδύνευση της επικράτησης των Ελλήνων. Ακολουθούν διχασμοί για πολιτειακά θέματα (βασιλικοί και μη), θέματα εξωτερικής πολιτικής (1917 βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί), θέματα της ελληνικής γλώσσας (καθαρεύουσα- δημοτική) θέματα υιοθέτησης οικονομικού μοντέλου και τέλος ο εμφύλιος του 1946-49 που πρόσθεσε περισσότερα θύματα στην χώρα από όσα υπήρξαν την περίοδο των στρατιωτικών επιχειρήσεων του ΄Β παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής.

Πότε τελικά θα μάθουμε από τα λάθη μας; Πότε θα φανούμε αντάξιοι των περιστάσεων δρώντας έστω για μία φορά ενωτικά;

Φοβάμαι όλα αυτά που μου λεν πως κάνω ψηφίζοντας ναι ή όχι


Αντιπαρερχόμενος τα όποια ερωτηματικά ανακύπτουν ως προς τον τρόπο προκήρυξης και διενέργειας του δημοψηφίσματος, φρονώ ότι όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και με όποια διαφορά τούτο προκύψει, θα πρέπει να γίνει απόλυτα σεβαστό από όλον τον ελληνικό λαό. Αυτό βέβαια δεν αποσείει από τις πλάτες των σημερινών κυβερνώντων την ευθύνη για την διατύπωση ενός διχαστικού, θολού και στρεβλού ερωτήματος, την στιγμή που θα μπορούσε στην θέση του να υπάρχει ουσιαστικό ερώτημα που θα ένωνε τις φωνές όλων μας σε μία κοινή συνισταμένη. Τα πάντα βέβαια θα κριθούν εκ του αποτελέσματος αλλά όποια και αν είναι η απάντηση του ελληνικού λαού, νομιμοποιεί τα πολιτικά κόμματα που υποστηρίζουν την μία ή την άλλη θέση να την ερμηνεύσουν κατά το δοκούν και είτε να απενοχοποιηθούν για κάθε προηγούμενη ευθύνη τους είτε για κάθε περαιτέρω ενέργεια τους.

Οι λόγοι για ψηφίσει κάποιος ναι ή όχι είναι πολλοί. Και όντως κραυγαλέο επιχείρημα υπέρ του «ΟΧΙ» είναι η σκανδαλώδης υποστήριξη του «ΝΑΙ» από το αποτυχημένο πολιτικό προσωπικό και τα ιδιωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, την λεγόμενη τέταρτη εξουσία. Εξίσου κραυγαλέα είναι και η άνεση ή και αφέλεια που επιδεικνύεται από μέρος των κυβερνώντων στις ομολογουμένως δραματικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών και στην σιγουριά που ζητούν να έχει ο λαός ως προς το αύριο της χώρας. Σιγουριά που ουδόλως δικαιολογείται από τα μέχρι σήμερα πεπραγμένα τους.

Εδώ οφείλω να κάνω μια παρένθεση. Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα με το τραπεζικό μας σύστημα ήρθε για να μείνει. Και αυτό δεν είναι ένα αυθαίρετο συμπέρασμα αλλά προκύπτει από το τι επακολούθησε σε χώρες που επιβλήθηκαν μέτρα για έλεγχο κεφαλαίων. Τα μέτρα αυτά παρέμειναν για χρόνια και έγιναν μέρος της καθημερινότητας των συναλλασσόμενων. Ας θεωρούμε λοιπόν ότι η ζωή μας όπως την ξέραμε πριν την 30 Ιουνίου έχει αλλάξει.Με βάση αυτό πρέπει να δούμε τι συμφέρει να πράξουμε από δω και πέρα. Μακριά λοιπόν από την επιχειρηματολογία των αποτυχημένων πρώην και των εξίσου φανατικών ΜΜΕ που μόνο προβληματισμό που μπορούν να προκαλούν σε σχέση με τις πραγματικές προθέσεις της «δημοκρατικής Ευρώπης», οφείλουμε να ανεύρουμε την λύση με ψυχραιμία και δίχως κορώνες.  Το ότι οι εταίροι μας έχουν υπερβεί τα εσκαμμένα επεμβαίνοντες στα εσωτερικά της χώρας είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Έχουν φτάσει μάλιστα στο σημείο να ερμηνεύουν κατά τη δική τους άποψη το ίδιο το ερώτημα του δημοψηφίσματος διατεινόμενοι ότι αυτό αφορά καθαρά την παραμονή ή όχι στο ευρώ. Από την άλλη το δικαίωμα τούτο το πήραν καταχρηστικά αλλά ενθαρρύνθηκαν και από την ελληνική μεριά που φρόντισε να διαμορφώσει ένα θολό περιβάλλον, θέτοντας εντέλει στο λαό ένα διχαστικό και στρεβλό ερώτημα, την στιγμή που αυτό θα μπορούσε να ήταν ξεκάθαρο και να έχει όντως νόημα στην προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Πάντως διαπραγμάτευση θα επακολουθήσει του δημοψηφίσματος σε κάθε περίπτωση. Περαιτέρω κάθε προσπάθεια κλονισμού της υπάρχουσας κυβέρνησης πρέπει να αντιμετωπίσει ένα τείχος από όλους τους Έλληνες. Η υπάρχουσα κυβέρνηση είναι και θα είναι και μετά την Κυριακή, μία νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση που διαθέτει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Με αυτήν θα πρέπει να βγάλουν άκρη οι εταίροι μας. Σε περίπτωση που υπάρξει πλειοψηφία του όχι θα έχουν οι κυβερνώντες στα χέρια τους, όπως διατείνονται, ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί ώστε να φέρουν τα αποτελέσματα που επιθυμούμε όλοι και σε περίπτωση πλειοψηφίας του  ΝΑΙ θα πρέπει η προσπάθεια την ελληνικής πλευράς να έχει το χαρακτήρα ομοψυχίας και συστράτευσης όλων των πολιτικών δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου.Τέλος θα ήθελα να σημειώσω όσο αφορά την στάση του ΚΚΕ ότι κατ’ εμέ δεν αποτελεί μια προσχηματική στάση αλλά μια στάση συνεπή με τις θέσεις του εν λόγω κόμματος, την οποία ομολογώ ότι πέρασε από το μυαλό μου να στηρίξω. Θεωρώ εντέλει όμως ότι όλοι μας στο σημείο που φτάσαμε πρέπει να εκφραστούμε έστω και μέσω αυτού του στρεβλού ερωτήματος.

Στο «δια ταύτα»


Στο δια ταύτα λοιπόν έχω να τονίσω τα εξής:Κακώς έρχεται ένα δημοψήφισμα με ένα τέτοιο προσχηματικό και θολό ερώτημα, ένα ερώτημα που θα έπρεπε να έχει απαντηθεί στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού. Κακώς και δίχως αιδώ, γίνεται πολιτική εκμετάλλευση αυτού από τα κόμματα που είχαν την διαχείριση της χώρας τα προηγούμενα σαράντα χρόνια. Κακώς, μα πολύ κακώς, έχουμε βρεθεί σε μια κατάσταση που είναι μεν αναστρέψιμη αλλά που η αναστροφή του κλίματος επιβάλλει την άμεση στροφή της κυβέρνησης με γνώμονα την ιστορική της ευθύνη.

Ο προσανατολισμός της Ελλάδος ήταν, είναι και θα είναι ευρωπαϊκός και τούτο επιδιώχθηκε καταρχήν όχι τόσο για οικονομικούς όσο για γεωπολιτικούς λόγους και αιτίες που δεν έχουν πάψει να υφίστανται. Η επιλογή του “ΟΧΙ” αποτελεί διακινδύνευση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, εντύπωση που μου επιτείνεται όταν γίνομαι δέκτης απόψεων που λεν πως η παραμονή στο ευρώ δεν είναι ο δρόμος αλλά μία εκ των υφιστάμενων επιλογών. Προσωπικά δεν δέχομαι, στη παρούσα φάση και με τα σημερινά δεδομένα, επιλογές δραχμής. Μπορεί να κάνω λάθος αλλά πιστεύω ότι οποιαδήποτε προσπάθεια αλλαγής κλίματος στην Ε.Ε. πρέπει να έχει για μπροστάρηδες όλους εμάς τους Έλληνες. Μέσα από αυτόν τον προσανατολισμό θα πρέπει να κινηθούμε προς άρση και μεταβολή των δυσμενών σήμερα συνθηκών, αναζητώντας εντός του ευρωπαϊκού κεκτημένου στέρεες συμμαχίες και όχι την απομόνωση του να βρισκόμαστε εμείς μόνοι εναντίον όλων. Δεν μου αρκεί να πέσουμε ηρωικά μαχόμενοι. Θέλω να μην πέσουμε και να κερδίσουμε αυτήν τη μάχη.

Αρνούμαι λοιπόν να γίνω μέρος της προσπάθειας πολιτικής εκμετάλλευσης της υπάρχουσας δυσμενούς κατάστασης. Πιστεύω στην Ευρώπη και στην Ελλάδα και δεν θέλω η χώρα μου διακινδυνεύσει να απολέσει τα κεκτημένα δεκαετιών. Θεωρώ ότι η σημερινή κυβέρνηση πρέπει να λάβει ένα μήνυμα από τον ελληνικό λαό. Συμμετέχω σε κάθε προσπάθεια που έχει στόχο την εμπέδωση και την υιοθέτηση από τους πολίτες της αταλάντευτης ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας. Λέω όχι σε αντανακλαστικές αντιδράσεις και σε επαναστατικές εξάρσεις. Λέω Ναι στην ειλικρινή και στοχευμένη δράση προς άρση των κοινωνικών αδικιών και της εξαθλίωσης
των Ελλήνων πολιτών μέσα στα πλαίσια και το περιβάλλον της Ε.Ε. Λέω ναι στην Ευρώπη, ναι στο ευρώ, ναι στη λύση, όχι στην ρήξη. ΔΕΝ συμμετέχω σε καμία δράση που ποδηγετείται από παράγοντες και πολιτικά κόμματα τα οποία όλα αυτά τα χρόνια συνέβαλαν τα μέγιστα ώστε να φτάσουμε στην σημερινή κατάσταση.

|* o Λεωνίδας Ακριβόπουλος είναι Δημοτικός Σύμβουλος Βέροιας και Γραμματέας Δημοκρατικής Αριστεράς Ημαθίας

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Περιμένοντας την συμφωνία

Το κατά πόσο η κυβέρνηση αθέτησε τα προεκλογικά της προτάγματα είναι θέμα του καθενός, και κυρίως των ψηφοφόρων και των μελών των δύο κομμάτων που την στηρίζουν. Βλέπουμε όμως προς το παρόν τουλάχιστον τα εξής:

- Διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους δεν υπάρχει.

- Η τρόικα δεν καταργήθηκε.

- Υπάρχει (ή προσπαθούμε ακόμα να υπάρξει) συμφωνία με τους δανειστές με μέτρα επιτήρησης (υπό την έννοια ότι οι δανειστές θα πρέπει να εγκρίνουν πολιτικές της κυβέρνησης, και μάλιστα όχι μόνο εκείνες που έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο), δηλαδή μνημόνιο.

Όσον αφορά το πιο σημαντικό πρόταγμα, το τέλος της λιτότητας, εξαρτάται πώς το ερμηνεύει κανείς. Με τη δική μου ερμηνεία, τέλος στη λιτότητα βάζει μια κυβέρνηση όταν προβαίνει σε ελλειμματικής μορφής δαπάνες (δηλαδή να σπρώχνει κεφάλαια στην αγορά που έχουν προκύψει από δανεισμό), κάτι που είχε αποκλειστεί και προεκλογικά. Αυτό που μένει να περιμένει κανείς από μία κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο αγώνας κατά της διαφθοράς και της οικονομικής παραβατικότητας, και η καταπολέμηση της ανθρωπιστικής κρίσης. 

Ωστόσο, αν η συμφωνία που θα προκύψει (αν προκύψει) παρέχει περισσότερη ευελιξία στην κυβέρνηση θα είναι επιτυχία. Το επιχείρημα της αντιπολίτευσης, ότι ήμασταν έτοιμοι να βγούμε στις αγορές και άρα να εγκαταλείψουμε την επιτήρηση και το μνημόνιο, για όλους εμάς που πιστεύουν ότι το πρόβλημά μας δεν είναι το μνημόνιο αλλά η έλλειψη ανταγωνιστικότητας (και όλων εκείνων των μεταρρυθμίσεων που την προωθούν) δεν σημαίνει τίποτα. Είναι προτιμότερος ο φθηνός δανεισμός από την τρόικα, παρά μια πρώιμη, ανέτοιμη έξοδος στις αγορές, που στη πρώτη αναταραχή θα καταλήξει σε φιάσκο και νέα επιτήρηση. H εμμονή άλλωστε του πρώην πρωθυπουργού με το μνημόνιο τόσο στην ρητορική όσο και στην πρακτική πολιτική, και οι ανύπαρκτες πολιτικές ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας πέρα από την υφεσιακού τύπου περιστολή των μισθών, δείχνει ότι και εκείνος υπήρξε κατά βάθος "αντιμνημονιακός", ακριβώς όπως διατείνονταν πριν αναλάβει και εκείνος την εξουσία.

Τέλος, οι απόλυτα αναμενόμενες αντιδράσεις από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να αποδυναμώνουν κάπως τη κυβέρνηση στο εσωτερικό, της κάνουν ωστόσο καλό στο εξωτερικό. Ας σκεφτεί κανείς πώς θα εκλάμβαναν οι βουλευτές στα κόμματα των χωρών των δανειστών, αν έβλεπαν τους Έλληνες κυβερνητικούς βουλευτές να πανηγυρίζουν. Αυτό βέβαια εφόσον οι αντιδράσεις αυτές δεν προκαλέσουν σημαντική διάσπαση στην κοινοβουλευτική ομάδα (ίσως χρειαστεί να δούμε πόσο καλή είναι η νέα ηγετική ομάδα στο γνωστό κοινοβουλευτικό μασάζ).

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Πράξη πρώτη

του Λεωνίδα Ακριβόπουλου*

Λίγα λόγια για το έργο. Δημοτικές εκλογές 2014. Πρωταγωνιστές οκτώ. Συμπρωταγωνιστές σχεδόν χίλιοι. Κοινό χιλιάδες άνθρωποι. Άλλοι παρατηρούν με ενδιαφέρον. Άλλοι με καχυποψία. Άλλοι με φανατισμό και άλλοι με αγανάκτηση. Άλλοι αδιαφορούν. Γιαγιάδες με τσεμπέρι στο κεφάλι. Παππούδες με κομπολόγια στα χέρια. Μεσήλικες. Παιδιά και νέοι γονείς. Πιτσιρικάδες ταμπλετούχοι. Νεαροί φερέλπιδες και νεαροί απέλπιδες! Όλοι συνωστίζονται να δουν το έργο. Οι περισσότεροι το χουν ξαναδεί βέβαια αλλά αυτό το έργο έχει την ιδιαιτερότητα ελληνικής ταινίας του ‘60. Δεν σε πειράζει να το δεις ξανά και ξανά και ας ξέρεις από πριν το τέλος του. Είναι όμως το τέλος του προδιαγεγραμμένο;

Μετά από πολλά χρόνια το σκηνικό είναι διαφορετικό. Οι πρόσφατες θυσίες του έχουν προσδώσει ένα βαθύ πορφυρό χρώμα! Σε αυτό το σκηνικό βλέπεις πρωταγωνιστές και κομπάρσους να συνωστίζονται, να παλεύουν να πάρουν την θέση τους. Άλλοι διακριτικά και με υπομονή και άλλοι με αδημονία, σπρώχνοντας και ποδοπατώντας. Η σκηνή είναι μικρή και αυτοί είναι πολλοί. Κάποιοι από κάτω τους χλευάζουν, τους απαξιούν, τους ψέγουν. Κάποιοι τους χειροκροτούν. Θέλει τόλμη η σκηνή όμως. Δεν είναι βέβαια για όλους αλλά σίγουρα δεν είναι για τους δειλούς. Γνωστή και τετριμμένη αλλά δεν παύει να είναι αληθής η ρήση ότι «δεν κάνει λάθη όποιος δεν κάνει τίποτα».

Η τόλμη βέβαια οφείλει να στηρίζεται στην ισχυρή βούληση και γνώση και όχι στην άγνοια. Να στοχεύει σε συγκεκριμένη δράση και όχι στην αδράνεια. Είναι δε απαραίτητη η ισχυρή βούληση σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις του ατομικού και κοινωνικού βίου αρκεί να μην είναι παράλογη.

Σε αυτό το σκηνικό λοιπόν καλείστε εσείς οι θεατές, να ανταποκριθείτε με επάρκεια. Να γίνετε εντέλει οι σώφρονες κριτές. Να χειροκροτήσετε ότι σας αρέσει και να αποδοκιμάσετε εύσχημα ότι δεν σας καλύπτει. Να εξετάσετε και να αναζητήσετε το «ταλέντο», το ήθος, την σοβαρότητα και την ικανότητα και να παραμερίσετε την αμετροέπεια, την κενότητα και τον παληκαρισμό! Εσείς κρίνετε και συνάμα εσείς κρίνεστε από τις επιλογές σας.

Τελικά μήπως σε αυτό το έργο οι πρωταγωνιστές είναι οι θεατές;

Κάπως έτσι πρέπει να είναι αυτό που λένε «η κορυφαία έκφραση της δημοκρατίας».

*: ο Λεωνίδας Ακριβόπουλος είναι δικηγόρος, μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Βέροιας και υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος για το δήμο Βέροιας με τον συνδυασμό «Δράση με γνώση» του Κώστα Βοργιαζίδη

Σύνδεσμος Facebook

Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Μια κάποια λύσις...

Η ανάρτηση αυτή θα ταίριαζε καλύτερα ως επίλογος της προηγούμενης. Ωστόσο, επειδή μεσολάβησε (ως συνήθως) μεγάλο διάστημα μεταξύ των δύο αναρτήσεων, ανέβηκε ξεχωριστά.

Πολλές φορές στην ιστορία μίας χώρας, ιδιαίτερα μιας μικρής χώρας, έρχονται στιγμές όπου οι άνθρωποί της δεν έχουν στα χέρια τους τη μοίρα της. Αντίθετα, αυτή καθορίζεται περισσότερο από τις διεθνείς συγκυρίες, και την θέληση των διάφορων περιφερειακών ή παγκόσμιων δυνάμεων. Σε αυτήν την δύσκολη στιγμή βρίσκεται και η Ελλάδα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο δεν είναι μόνη της. Ολόκληρη η Ευρώπη σήμερα εξαρτάται όσο ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία από τις εξελίξεις εκτός Ευρώπης.

Στην προηγούμενη ανάρτηση είδαμε πως οι βασικές αιτίες της κρίσης στην Ευρώπη είναι οι δραματικές αλλαγές στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη που επέφερε η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου με τη δυναμική είσοδο των ανερχόμενων οικονομιών στις διεθνείς αγορές. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη υφίσταται το σοκ της απαρχής ενός, αν όχι απλά ασιατικού, τότε σίγουρα ενός "παγκόσμιου", πολυπολικού αιώνα, όπου η οικονομική πρωτοκαθεδρία της δεν θα είναι εξασφαλισμένη, αλλά θα δοκιμάζεται συνεχώς.

Στην πρώτη φάση της, η κρίση έχει χτυπήσει κυρίως τις χώρες του Νότου, κυρίως διότι οι οικονομίες τους ήταν πολύ πιο ευάλωτες στον νέο ανταγωνισμό, ενώ ο Βοράς βγήκε αλώβητος, αν όχι ωφελημένος από τις αλλαγές αυτές. Η κρίση όμως προχωράει και είναι δύσκολο κανείς να προβλέψει την επόμενη φάση της. Ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας για την εξέλιξή της είναι η πορεία των ανερχόμενων οικονομιών. Αν μπορέσουν να καλύψουν το έδαφος στον τεχνολογικό-βιομηχανικό τομέα, δεν είναι καθόλου απίθανο να δούμε τους ισχυρούς της Ευρώπης να περνούν και αυτοί το κατώφλι της κρίσης, με τα ισοζύγιά τους σε πτώση, την ανεργία να αυξάνεται και τους μισθούς να μειώνονται. Ήδη στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών και Πληροφορικής, για παράδειγμα, η Ευρώπη έχει χάσει την προνομιακή της θέση, με την δυναμική επέλαση αντίστοιχων Κορεατικών και Κινεζικών βιομηχανιών, οι οποίες κατέρριψαν και τον μύθο της μόνιμης τεχνολογικής πρωτοκαθεδρίας της Δύσης. Από την άλλη πλευρά, οι οικονομίες αυτές έχουν μπροστά τους μία σειρά από μεγάλες προκλήσεις και εμπόδια, όπως η πτώση της ζήτησης στο δυτικό κόσμο αλλά και η καταπόνηση των υλικών και κοινωνικών υποδομών στο εσωτερικό τους. Είναι πιθανό, για να μπορέσουν οι χώρες αυτές να δημιουργήσουν βιώσιμη ανάπτυξη στηριγμένη στην εσωτερική ζήτηση, να αναγκαστούν να επιχειρήσουν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις παρόμοιες με εκείνες που επιτεύχθηκαν στην Ευρώπη τον προηγούμενο αιώνα. Και όπως έδειξε η δική μας Ιστορία, οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν επιτυγχάνονται ούτε γρήγορα ούτε και αναίμακτα.

Όποιες και να είναι εξελίξεις ωστόσο το ερώτημα για τους εργαζόμενους στη Δύση παραμένει: υπάρχει "μια κάποια λύσις"; Δυστυχώς, η μόνη οριστική λύση είναι να εξαλειφθεί η πιο βασική αιτία της κρίσης, που είναι ο φαύλος κύκλος ανταγωνιστικότητας-ύφεσης. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει οι εργαζόμενοι στις ανερχόμενες οικονομίες να διεκδικήσουν ένα πιο δίκαιο μερίδιο από τα κέρδη της παραγωγής. Με άλλα λόγια, την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου θα πρέπει να ακολουθήσει η παγκοσμιοποίηση των συνθηκών εργασίας. Κάτι τέτοιο όμως προς το παρών μοιάζει πολύ δύσκολο. Οι βασικές προϋποθέσεις που βοήθησαν την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού μοντέλου εργασίας - ο βιομηχανικός τρόπος παραγωγής, η ανάπτυξη, οι καθολικές εκλογές και το οργανωμένο εργατικό κίνημα - δεν πληρούνται ούτε κατά το ήμισυ στις περισσότερες από τις ανερχόμενες οικονομίες. Το αν, το πότε και το πώς θα αναπτυχθούν παραμένουν αναπάντητα ερωτήματα.

Αυτό που μένει λοιπόν για τις οικονομίες της Δύσης είναι η, χιλιοειπωμένη είναι αλήθεια, εκμετάλλευση των ανταγωνιστικών τους πλεονεκτημάτων. Κινήσεις προστατευτισμού έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνες, ενώ τα όποια νομισματικά μέτρα μπορούν αν γίνουν στην κατάλληλη στιγμή να βοηθήσουν, αλλά δεν μπορούν να αλλάξουν τα δεδομένα που επιβάλλουν οι σχέσεις παραγωγής, προσφοράς και ζήτησης. Εντός αυτού του πλαισίου οι Ευρωπαίοι καλούνται να ανακαλύψουν ξανά το ευρωπαϊκό μοντέλο που ενδεχομένως να μην προσφέρει τα ίδια επίπεδα ευμάρειας στους πολίτες, αλλά θα συνεχίζει να εξασφαλίζει δικαιοσύνη στην κατανομή των αγαθών και γενικότερα στην κατανομή των ευκαιριών ευτυχίας.

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

Αγώνας δρόμου...

"Βρισκόμαστε σήμερα σε έναν παγκόσμιο αγώνα δρόμου. Και αυτό σημαίνει την ώρα της αναμέτρησης για μια χώρα σαν τη δική μας. Κολυμπάμε ή βουλιάζουμε. Δρούμε ή παρακμάζουμε."
-- Ντ. Κάμερον, 10/10/2012
Εκπομπή στο Euronews: ο Ζαν Κλωντ Τρισέ, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μέχρι τον Οκτώβριο του 2011 απαντάει σε ερωτήσεις νέων Ευρωπαίων για την κρίση, τις αιτίες της και τους τρόπους εξόδου από αυτήν. Η ερωτήσεις και οι απαντήσεις κινούνται σε ένα γνωστό, κλισέ πλέον μοτίβο: αν το ευρωομόλογο θα ήταν η λύση, αν πρέπει να προστατευτούν οι τραπεζίτες, αν η λιτότητα οδηγεί πουθενά και το ότι η διέξοδος σύμφωνα με τον κ. Τρισέ είναι, "όπως σε ένα νοικοκυριό, να ξοδεύουμε τόσα όσα κερδίζουμε".

Είναι εντυπωσιακό: μπαίνουμε στον πέμπτο χρόνο της κρίσης και ακόμη δεν φαίνεται να έχουμε καταλήξει, στην Ελλάδα αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο σε ένα ξεκάθαρο συμπέρασμα για το τι προκάλεσε την κρίση και κυρίως πώς θα εξέλθουμε από αυτήν. Οι συντηρητικοί αναλυτές και οικονομολόγοι επιμένουν ότι οι αιτίες βρίσκονται στη δημοσιονομική χαλάρωση και ότι η λιτότητα είναι η λύση που θα ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη των πανικόβλητων αγορών. Το προοδευτικό στρατόπεδο, έχοντας ξανανακαλύψει τον Keynes επιμένει στις "αντικυκλικές" κινήσεις, να πέσει χρήμα στην αγορά για να τονωθεί η ανάπτυξη (δημιουργώντας τη γνωστή, κλισέ πλέον, αντιπαράθεση "λιτότητα ή ανάπτυξη"). Οι πιο ψαγμένοι επιμένουν ότι το πρόβλημα βρίσκεται στις ανισομέρειες του ευρώ. Οι πιο λαϊκιστές κατηγορούν τους τραπεζίτες και τους διευθυντές ταμείων για "καπιταλισμό καζίνο", για ασυδοσία και απληστία. Στην Ελλάδα μεγάλο μέρος της ευθύνης επιρρίπτεται στα "λαμόγια": τους κάθε λογής απατεώνες πολίτες και πολιτικούς. Όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι συμφωνούν ότι το πρόβλημα οφείλεται στο δημόσιο χρέος ορισμένων κρατών, είναι ευρωπαϊκό και ότι η παντοδύναμη Ευρώπη, αν δράσει συλλογικά, μπορεί με δυο-τρία οικονομικά ή θεσμικά τρικ  (ευρωομόλογο, κούρεμα χρέους, τύπωση νομισμάτων, ομοσπονδοποίηση της οικονομικής πολιτικής, κ.α.) να ξεμπερδέψει με την κρίση.

Σχεδόν όλοι όμως μοιάζουν να αγνοούν τις δραματικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην παγκόσμια οικονομία την τελευταία δεκαετία. Τον Ιανουάριο του 2001 η Κίνα εισήλθε ως μέλος στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, 6 χρόνια μετά την ίδρυσή του το 1995. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μία κατακόρυφη άνοδο για την κινεζική οικονομία που συμπαρέσυρε ολόκληρη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας και ανέτρεψε σχεδόν ολοκληρωτικά τις διεθνείς οικονομικές ισορροπίες. Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοί τους, έχοντας απολαύσει μία δεκαετία πρωτοφανούς οικονομικής άνθισης και ευημερίας, βρέθηκαν ξαφνικά υπό την αφόρητη πίεση των νέων τους ανταγωνιστών στην παγκόσμια σκακιέρα του διεθνούς εμπορίου. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που ξεκίνησε από την Αμερική, ήταν στην ουσία η αφορμή για να αποκαλυφθεί το πόσο αδύναμες, ανέτοιμες και εκτεθειμένες ήταν οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες απέναντι στη νέα παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα.

Τα πρώτα σύννεφα: το τέλος των φθηνών καυσίμων

Στο παρακάτω διάγραμμα αποτυπώνεται το εμπορικό ισοζύγιο των 27 της Ευρώπης (πηγή: Eurostat, επεξεργασία με GNU Octave). Η πρώτη παρατήρηση που κάνει κανείς είναι ότι μετά το 2002, όπου η ΕΕ ισορροπούσε στο εμπορικό της ισοζύγιο (μαύρη γραμμή), ακολούθησε μια ραγδαία πτώση μέχρι την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μετά την οποία υπήρξε μια μικρή ανάσχεση, για να καταλήξουμε σήμερα στο αρνητικό των περίπου 160 δις. Αυτό σημαίνει ότι στον τομέα του εμπορίου, η ΕΕ το 2011 είχε εκροή 160 δις προς τους εμπορικούς της εταίρους.


Εκείνο που προκαλεί εντύπωση όμως είναι ότι το αρνητικό αυτό ισοζύγιο δεν οφείλεται σε πτώση σε κάποιον από τους παραδοσιακούς τομείς εξαγωγών της Ευρώπης, δηλαδή τη χημική και τη βαριά βιομηχανία όπως θα περίμενε κανείς, αλλά από μία δραματική επιδείνωση στο ισοζύγιο των ορυκτών καυσίμων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, κ.α., πράσινη γραμμή) από το 2002 και μετά. Η ΕΕ πληρώνει σήμερα παραπάνω από τριπλάσια ποσά σε σχέση με το 2002 για να καλύψει τις ανάγκες τις σε καύσιμα. Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα (πηγή: OPEC), η αύξηση αυτών των εξόδων δεν οφείλεται στην αύξηση της κατανάλωσης, αλλά στην αύξηση των τιμών των καυσίμων. Η τιμή του πετρελαίου σε δολάρια υπερ-τετραπλασιάστηκε μέσα σε 10 χρόνια, σημειώνοντας ετήσια μεσοσταθμική άνοδο 16 %.

Η δραματική αύξηση της τιμής του πετρελαίου αποδίδεται στην κατακόρυφη αύξηση της ζήτησης που προκάλεσαν οι ανερχόμενες οικονομίες της Ασίας αλλά και της Νότιας Αμερικής. Οι συνέπειές της ήταν να τεθούν υπό σημαντική πίεση όλες οι ευρωπαϊκές οικονομίες, που έπρεπε να βρουν τρόπους να καλύψουν του συνεχώς διογκούμενο ελλειμματικό τους ισοζύγιο, και να αυξηθεί δραματικά το κόστος ζωής των πολιτών τους. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε που σε εποχές ύφεσης, οι περισσότερες οικονομίες εξακολουθούσαν αν εμφανίζουν ισχυρές πληθωριστικές τάσεις. Σημειώνεται ότι ακριβώς αντίθετο ήταν το αποτέλεσμα στις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες (π.χ. Σαουδική Αραβία, Κατάρ) που είδαν την ανάπτυξή τους το ίδιο διάστημα να τρέχει ακόμα και με διψήφια νούμερα.

Ελλάδα και Πορτογαλία: τα εύκολα θύματα

Η Ελλάδα και η Πορτογαλία ήταν οι πιο ανέτοιμες χώρες της Ευρωζώνης για να αντιμετωπίσουν τη νέα οικονομική πραγματικότητα. Χώρες με παραδοσιακά αρνητικό ισοζύγιο σε όλους τους τομείς, το οποίο προσπαθούσαν να καλύψουν μέσω του τουρισμού και των όποιων εισροών κεφαλαίου μέσω ξένων επενδύσεων. Το παραγωγικό τους προφίλ, στηριγμένο κυρίως στην ελαφρά βιομηχανία (ρουχισμός, βιομηχανικά προϊόντα χαμηλής τεχνολογίας και μεταποίησης, δομικά υλικά κ.α.) αποδείχτηκε εξαιρετικά ευάλωτο στον ανταγωνισμό που δέχτηκε από τις ανερχόμενες οικονομίες. Στην Ελλάδα ζήσαμε αυτό το φαινόμενο με την ραγδαία αποβιομηχάνιση καθόλη τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας. Την κατάσταση επιδείνωσε σημαντικά και η άνοδος των τιμών των καυσίμων (πράσινη γραμμή), όπως περιγράφηκε προηγουμένως.



Τόσο οι ελληνικές όσο και οι πορτογαλικές κυβερνήσεις φαίνεται ότι βρέθηκαν τελείως απροετοίμαστες να αντιμετωπίσουν τον διαφαινόμενο κίνδυνο. Η αντίδρασή τους στη νέα πραγματικότητα ήταν να αυξήσουν τον κρατικό δανεισμό, δημιουργώντας τη γνωστή "ανάπτυξη με δανεικά", μία πολιτική που αποδείχτηκε εγκληματική. Η διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα το φαινόμενο πήρε με διαφορά πιο εκρηκτικές διαστάσεις, με την γνωστή πολιτική των διορισμών, της σπατάλης του δημοσίου χρήματος, της εκτεταμένης οικονομικής παραβατικότητας κάθε μορφής, κ.α. Οι εκροές δανεικού πλέον κεφαλαίου Ελλάδας και Πορτογαλίας στο απόγειο της κρίσης το 2008 έφτασαν τα 45 και 25 δις αντίστοιχα, ενώ το 2011, ύστερα από δύο χρόνια σκληρής λιτότητας μόλις μπόρεσαν αν φτάσουν τα επίπεδα του 1999, κυρίως λόγω της πτώσης των εισαγωγών.

Ισπανία: ο μεγάλος ασθενής 

Παρόμοια κατάσταση παρατηρείται το ίδιο διάστημα και στην Ισπανία, τηρουμένων των αναλογιών. Χώρα με παραδοσιακά υψηλή ανεργία και προβληματική παραγωγή, είχε την ατυχία να κουβαλάει επιπλέον το βάρος των λαθών του χρηματοπιστωτικού της συστήματος με τα στεγαστικά δάνεια. Η επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου είναι δραματική.Το ποσό των εκροών το 2008 φτάνει τα 99 δις από 41 δις το 2002. Αξίζει να σημειωθεί ότι ευθύνη για την κακή εικόνα είναι το πλήγμα που φαίνεται ότι υπέστη τόσο ο κλάδος της βαριάς, όσο και της ελαφράς βιομηχανίας της, πιθανότατα λόγω του ανταγωνισμού από χώρες και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις του ισοζυγίου ορυκτών καυσίμων είναι εμφανής.


Γαλλία: ο επόμενος μεγάλος πονοκέφαλος;

Όταν γίνεται λόγος για χώρες της Ευρωζώνης που βρίσκονται σε κρίση σπάνια μπαίνει στη λίστα αυτή η Γαλλία. Από ό,τι φαίνεται τουλάχιστον από το εμπορικό της προφίλ των τελευταίων χρόνων, αυτό δε θα αργήσει να αλλάξει. Η πορεία των γαλλικών ισοζυγίων όπως φαίνεται παρακάτω είναι τραγική. Από το οριακά θετικό ισοζύγιο του 2002 φτάνει το 2011 τα -85 δις και μάλιστα με πτωτική τάση. Υπεύθυνοι όπως και στην Ισπανία είναι οι τομείς της βαριάς και της ελαφράς βιομηχανίας καθώς και οι τιμές των καυσίμων. Η γαλλική παραγωγή φαίνεται ότι περνάει μία πολύ βαθιά κρίση, η οποία σε αντίθεση με τις προηγούμενες χώρες που παρουσιάστηκαν δεν έχει ακόμα ανασχεθεί.


Ιταλία: όχι και τόσο PIG

Με το ξέσπασμα της κρίσης η Ιταλία βρέθηκε στο στόχαστρο κυρίως λόγω του μεγάλου της χρέους, το οποίο όμως είχε δημιουργήσει παλαιότερα. Στο εμπορικό της προφίλ ωστόσο η Ιταλία δείχνει μία σχετικά υγιή εικόνα, πολύ καλύτερη από εκείνη της Γαλλίας και της Ισπανίας. Παρόλο που το εμπορικό της ισοζύγιο είναι αρνητικό (από θετικό το 2002), οι τομείς της ελαφράς και της βαριάς βιομηχανίας δεν φαίνεται να έχουν πληγεί σημαντικά, και δείχνουν τάσεις ανάκαμψης. Φαίνεται ότι η Ιταλία είναι ίσως η μόνη χώρα μαζί με την Ιρλανδία που οφείλει την κρίση της σχεδόν αποκλειστικά στο μεγάλο της χρέος και τις τιμές των καυσίμων και όχι σε προβλήματα της πραγματικής της οικονομίας, η οποία δείχνει ότι έχει δυνατότητες να ξεπεράσει την κρίση. Εκτός από το χρέος όμως, έχει μπροστά της μεγάλες προκλήσεις, με βασικότερη το γεγονός ότι η βαριά της βιομηχανία ανταγωνίζεται την γερμανική, η οποία όσο προχωράει η κρίση αποκτά όλο και μεγαλύτερο πλεονέκτημα.


Γερμανία: καβαλώντας τον δράκο

Η Γερμανία είναι αναμφισβήτητα η πιο επιτυχημένη οικονομία της τελευταίας δεκαετίας στην Ευρώπη, ενδεχομένως και σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Το εμπορικό της ισοζύγιο βελτιώνονταν συνεχώς, με κάποια ανάσχεση κατά την κρίση του 2008, από τα 133 δις το 2002 στα 157 δις το 2011. Είναι επίσης εντυπωσιακό το γεγονός ότι με εξαίρεση τον τομέα των τροφίμων, όλοι οι άλλοι τομείς παραγωγής παρουσιάζουν θετικά ισοζύγια. Οι γερμανικές επιχειρήσεις φαίνεται ότι κατανόησαν από πολύ νωρίς τις αλλαγές που συντελούνταν στην παγκόσμια οικονομία και έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στις ανερχόμενες οικονομίες, μετατρέποντάς τις σε εξαιρετικά προσοδοφόρες για εκείνες αγορές, αποφεύγοντας παράλληλα την παγίδα της πτώσης της ζήτησης στον δυτικό κόσμο. Το 2002 το ισοζύγιο της Γερμανίας με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες ανέρχονταν στα 72 δις για να πέσει το 2011 στα 55 δις. Αντίθετα οι εισροές από το εμπόριο εκτός Ευρώπης αυξήθηκαν από τα 61 δις στα 102 δις. Με άλλα λόγια, όταν ο κινεζικός δράκος ξεκινούσε την απογείωσή του στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας η γερμανική οικονομία φρόντισε να είναι προσδεδεμένη στη ράχη του, προμηθεύοντας τα νέα ανερχόμενα αστικά στρώματα με σύγχρονα αυτοκίνητα, και τις καινούριες βιομηχανίες με εξοπλισμό. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι είναι μύθος το γεγονός ότι η Ευρώπη είναι ο πιο σημαντικός εμπορικός εταίρος της Γερμανίας. Τα εμπορικά της κέρδη βρίσκονται στην παρούσα φάση τουλάχιστον εκτός Ευρώπης.


Ολλανδία: ο έμπορος της Ευρώπης 

Στους κερδισμένους της νέας εποχής του παγκοσμιοποιημένου εμπορίου συγκαταλέγεται και η Ολλανδία, με σταθερή βαθμολόγηση από τους οίκους αξιολόγησης στο τριπλό Α και πολλές φορές με βαθμολογία καλύτερη από εκείνη της Γερμανίας. Το εμπορικό της ισοζύγιο έχει πλεόνασμα 45 δις, δηλαδή το 28% του πλεονάσματος της Γερμανίας, μία σημαντική επίδοση για μία χώρα με πληθυσμό μόλις 17 εκατομμύρια, δηλαδή το 20% περίπου του πληθυσμού της Γερμανίας. Η Ολλανδία παρουσιάζει πλεονάσματα σε όλους ουσιαστικά τους τομείς παραγωγής εκτός από τα ορυκτά καύσιμα και είναι από τις λίγες χώρες που φαίνεται να μην επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την κρίση του 2008. Ισχυρό χαρτί για την ολλανδική οικονομία φαίνεται ότι είναι το εμπόριο μεταξύ της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου: με ΑΕΠ μόλις στο 25% του γερμανικού, ο όγκος τον εμπορευμάτων που διακινούνται από την Ολλανδία είναι στο 50% του όγκου που διακινεί η Γερμανία.


Φινλανδία: κρατώντας σφιχτά το πολύτιμο AAΑ

Από τις χώρες του Ευρώ με βαθμολογία ΑΑΑ, η Φινλανδία είναι εκείνη με ισχυρά αρνητικές τάσεις στο ήδη αρνητικό εμπορικό της ισοζύγιο (το Λουξεμβούργο έχει και εκείνο σταθερά εμπορικό έλλειμμα, που οφείλεται στο γεγονός ότι είναι χώρα υπηρεσιών και όχι παραγωγής). Βασικός υπεύθυνος της πτώσης η βαριά της βιομηχανία και σημείο στροφής το 2008. Οι οίκοι αξιολόγησης ωστόσο φαίνεται να δίνουν εμπιστοσύνη στη χώρα της βόρειας Ευρώπης, ίσως χάρη στη μεγάλη ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της (3η παγκοσμίως σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ).


...χωρίς νικητές

Τα εμπορικά ισοζύγια ασφαλώς δεν λένε όλη την αλήθεια για την οικονομία μίας χώρας. Ο τουρισμός για παράδειγμα, μία σημαντική πηγή εσόδων για τη  χώρα μας, δεν αποτυπώνεται στο εμπορικό ισοζύγιο. Η συνολική ροή κεφαλαίου σε μία χώρα άλλωστε περιγράφεται από το ισοζύγιο πληρωμών στο οποίο βέβαια το εμπορικό ισοζύγιο είναι συνήθως ο πιο σημαντικός παράγοντας. Το εμπορικό ισοζύγιο ωστόσο εκφράζει με τον πιο εμφαντικό τρόπο το παραγωγικό προφίλ μίας χώρας, τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία αλλά και την κατάσταση της πραγματικής της οικονομίας.

Ο παγκόσμιος οικονομικός χάρτης ξεκίνησε να αλλάζει δραματικά από το 2002 περίπου και μετά. Όσες από τις ευρωπαϊκές χώρες ήταν ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν την νέα οικονομική πραγματικότητα, με πρωταγωνιστή τον ευρωπαϊκό Νότο, επέλεξαν να καλύψουν τα ελλειμματικά τους ισοζύγια αυξάνοντας το δανεισμό. Έτσι εισήλθαν σε μία πρωτοφανή από τον ΒΠΠ κρίση, που ονομάστηκε "κρίση χρέους" γιατί το πρώτο εμφανές σύμπτωμα, ήταν η αδυναμία δανεισμού τους, εξαιτίας του διογκωμένου χρέους τους και του μη διαχειρίσιμου ελλείμματος. Η βασική αιτία της κρίσης ωστόσο, είναι το γεγονός ότι το παγκοσμιοποιημένο εμπόριο δημιούργησε μία νέα πραγματικότητα στην οποία οι χώρες αυτές δεν μπόρεσαν να αντεπεξέλθουν.

Όσες χώρες κατόρθωσαν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση, χάρη στην ετοιμότητα και τη διορατικότητα των επιχειρήσεων αλλά και της πολιτικής τους ηγεσίας, ήταν και είναι οι κερδισμένες της νέας κατάστασης. Το όφελός τους μάλιστα ενισχύονταν καθώς οι ανταγωνιστές τους εντός Ευρώπης κατέρρεαν. Είναι χαρακτηριστική η ιστορία των αυτοκινητοβιομηχανιών, όπου τη στιγμή που οι γερμανικές VW, BMW, Audi και Mercedes-Benz έχουν απογειώσει τα κέρδη τους τα τελευταία χρόνια κατακτώντας την κινεζική αγορά, οι ανταγωνιστές τους Renault, Citroën και FIAT, οι οποίες είτε δεν προέβλεψαν την κατάρρευση της ευρωπαϊκής αγοράς είτε δεν μπόρεσαν να ανοιχτούν επιτυχημένα στις νέες, πιο δυναμικές πλέον αγορές, βλέπουν τις πωλήσεις τους να μειώνονται και τα εργοστάσιά τους αναγκαστικά να κλείνουν. Ο καυγάς που ξέσπασε στον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Κατασκευαστών Αυτοκινήτων, όπου ο πρόεδρός του και διευθύνων σύμβουλος της FIAT κατηγόρησε την VW ότι συμβάλλει σε ένα "λουτρό αίματος" στην Ευρώπη, ανέδειξε το χάσμα που χωρίζει τους κερδισμένους από τους χαμένους της νέας κατάστασης και σε αυτόν τον τομέα. Στους χαμένους της κρίσης επομένως συγκαταλέγονται και οι βιομηχανικές χώρες της Ευρώπης οι οποίες απέτυχαν να αντιληφθούν έγκαιρα και να αντιδράσουν σωστά απέναντι στη νέα πραγματικότητα, πέφτοντας έτσι "θύματα" των ανταγωνιστών τους εντός Ευρώπης.

Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται μόνο στον ευρωπαϊκό Νότο. Μπορεί η οξύτητά του στις χώρες αυτές να είναι σαφώς μεγαλύτερη, αλλά το φάντασμα των ελλειμμάτων απλώνεται σταδιακά στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, με την λιτότητα να εφαρμόζεται ως η μόνη λύση. Ο δυναμισμός των ανερχόμενων οικονομιών στηρίζεται ανάμεσα σε άλλα στη φθηνή εργασία (που πολλές φορές είναι και παιδική εργασία) και στην ανυπαρξία εργασιακών δικαιωμάτων. Με άλλα λόγια, οι ανερχόμενες οικονομίες τρέχουν με τους ρυθμούς αλλά και τους "τρόπους" της ευρωπαϊκής Βιομηχανικής Επανάστασης των προηγούμενων αιώνων. Σε αυτό το πλεονέκτημα οι ευρωπαϊκές οικονομίες, ακόμα και οι πιο προηγμένες, θα δυσκολευτούν να δώσουν απάντηση. Μέχρι πρόσφατα, Ευρωπαίοι σε θέσεις ευθύνης επέμεναν ότι οι ευρωπαϊκές χώρες πρέπει να επενδύσουν στην υψηλή τεχνολογία και την καινοτομία για να εξισορροπήσουν το μειονέκτημα ανταγωνιστικότητας. Το επιχείρημα αυτό φθίνει όλο και περισσότερο, πρώτα και κύρια γιατί οι ανερχόμενες οικονομίες κλείνουν σιγά σιγά το τεχνολογικό τους έλλειμμα αλλά και γιατί η καινοτομία και η υψηλή τεχνολογία δεν μπορούν από μόνες τους να διατηρήσουν επαρκή αριθμό θέσεων εργασίας όταν οι πιο "παραδοσιακοί" τομείς ψυχορραγούν. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της διαμάχης μεταξύ Κομισιόν και Κίνας για τους ηλιακούς συλλέκτες κινεζικής κατασκευής που κατέκλυσαν την ευρωπαϊκή αγορά και έπληξαν σοβαρά τους Γερμανούς κατασκευαστές. Σε άλλους τομείς, όπως στην κατασκευή κινητών τηλεφώνων η Ευρώπη έχασε την πρωτοκαθεδρία της μέσα σε λιγότερο από 3 χρόνια έναντι των Κινέζων και των Κορεατών ανταγωνιστών της.

Ο κ. Κάμερον έχει σίγουρα δίκιο: η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου τοποθέτησε όλους τους Ευρωπαίους (και όχι μόνο τους Βρετανούς) σε έναν αγώνα δρόμου. Για να κερδίσουν αυτόν τον αγώνα, θα πρέπει να "τρέξουν" πιο γρήγορα, δηλαδή να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, που περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα την περιστολή μισθών, εργασιακών δικαιωμάτων αλλά και δημοσίων δαπανών εξαιτίας της αναγκαίας πλέον μείωσης της φορολογίας που δρα "αντιανταγωνιστικά". Μόνο που ο κ. Κάμερον δε μας εξηγεί ότι ο αγώνας δρόμου που περιγράφει δεν έχει νικητές. Η λιτότητα στην Ευρώπη, εκτός από φτώχεια, οδηγεί σε πτώση της εγχώριας ζήτησης που με τη σειρά της θα οδηγήσει σε κρίση υπερπαραγωγής και ανεργίας στις ανερχόμενες οικονομίες και επομένως νέα πτώση της ζήτησης για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκεί, ενώ οι ενέσεις ρευστότητας που επιχειρούν οι κυβερνήσεις τους είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορέσουν δημιουργήσουν μία βιώσιμη οικονομική κατάσταση. Το σπιράλ ανταγωνιστικότητας-ύφεσης στο οποίο κινείται πλέον η παγκόσμια οικονομία μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο ισχυρό από τέτοιου είδους επιφανειακά μέτρα. Ούτε και οι "αντικυκλικές" πολιτικές που προτείνουν οι "Αριστεροί" οικονομολόγοι θα έχουν αποτέλεσμα. Δεν έχει νόημα να γίνονται ενέσεις ρευστότητας σε εθνικές οικονομίες ή οικονομικούς τομείς με πρόβλημα ανταγωνιστικότητας και άρα βιωσιμότητας. Ακόμα και τα διάφορα τεχνάσματα των ευρωομολόγων ή των πληθωριστικών ευρώ μπορούν να έχουν μόνο προσωρινά αποτελέσματα στην καλύτερη περίπτωση (στην χειρότερη περίπτωση μπορεί να οδηγήσουν σε νέα εκτίναξη τις τιμές καυσίμων μετατρέποντας μία ήδη δύσκολη κατάσταση σε ασφυκτική).

Από την άλλη ο προστατευτισμός που προτείνουν μαζί με τους εθνικιστές και ορισμένοι, "γνήσιοι" κατά τα άλλα, Αριστεροί είναι η χειρότερη και η πιο επικίνδυνη λύση: όταν ένας εμπορικός εταίρος μετατρέπεται σε απλό ανταγωνιστή στο διεθνές κυνήγι φυσικών πόρων, ο πόλεμος εναντίον του γίνεται πολύ περισσότερο ελκυστικός. Αν όμως η εξαθλίωση προχωρήσει τότε είναι βέβαιο ότι το στρατόπεδο του απομονωτισμού θα κερδίσει απειλώντας την παγκόσμια ειρήνη. Το έργο το έχουμε ξαναδεί άλλωστε στον ΒΠΠ.

Αγώνας με κανόνες

Η παγκοσμιοποίηση του εμπορίου την τελευταία δεκαετία είχε σαφώς πολλά θετικά αποτελέσματα. Παρά τα πολύ μεγάλα κοινωνικά προβλήματα των ανερχόμενων οικονομιών (έλλειψη ατομικών ελευθεριών, ανισότητα, κακές συνθήκες εργασίας) είναι ευτύχημα που πολλά εκατομμύρια εργαζομένων στις χώρες αυτές έχουν πλέον το εισόδημα να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο που μέχρι τώρα απολάμβανε μόνο ο Ευρωπαίος και ο Βορειοαμερικάνος εργαζόμενος, ή να ταξιδέψουν την μισή Υφήλιο μέχρι την Ελλάδα για να δουν την Ακρόπολη και να κάνουν τις διακοπές τους απολαμβάνοντας το Αιγαίο. Ωστόσο, οι διεθνείς κανόνες που τίθενται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς αφού δεν μπορούν να αποτρέψουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό που προκαλεί η τεχνητή πτώση της εγχώριας ζήτησης μέσω της μείωσης των μισθών ή της περιστολής βασικών εργασιακών δικαιωμάτων όπως είναι τα όρια ηλικίας και το ωράριο εργασίας (αύξηση του ωραρίου σημαίνει μείωση του χρόνου που διατίθεται για κατανάλωση και επομένως αποτελεί έμμεση τεχνητή πτώση της ζήτησης). Δεν αποτρέπουν επίσης την παγκόσμια ύφεση που προκαλεί το κυνήγι της ανταγωνιστικότητας μέσω τέτοιων μεθόδων. Το ζήτημα σε τελική ανάλυση είναι πρωτίστως ανθρωπιστικό. Θέλουμε να ζούμε σε έναν κόσμο όπου το κατά τα άλλα υπερμοντέρνο κινητό μας τηλέφωνο είναι φτιαγμένο από τα χέρια ενός μικρού παιδιού; Θέλουμε μήπως το παιδί αυτό να είναι αύριο το δικό μας;

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Λίστα Φαλτσιάνι και λίστα Βενιζέλου

Συνοψίζω την ιστορία:

- Στο φύλλο των Financial Times της Κυριακής (30/09/12), ο κ. Στουρνάρας δηλώνει άγνοια για την περιβόητη λίστα Φαλτσιάνι (γνωστή και ως λίστα Λαγκάρντ), η οποία μεταξύ άλλων περιέχει και 1991 ονόματα καταθετών από την Ελλάδα στην τράπεζα HSBC στην Ελβετία. Ο κ. Στουρνάρας δηλώνει επίσης ότι θα ζητήσει εκ νέου αντίγραφο.

- Στο ΣΔΟΕ δηλώνουν άγνοια για τη λίστα. Η ΕΥΠ διαψεύδει ότι γνωρίζει κάτι σχετικό. Τα φώτα της επικαιρότητας πέφτουν πάνω στους δύο πρώην υπουργούς Οικονομικών, κ.κ. Παπακωνσταντίνου και Βενιζέλο, και τους πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ, κ.κ. Καπελέρη και Διώτη.

- Ο κ. Διώτης δηλώνει την Τρίτη ότι η λίστα δεν ήταν χρησιμοποιήσιμη, ως προϊόν υποκλοπής.

- Το ίδιο πρωί ο κ. Βενιζέλος παραδίδει ένα αντίγραφο, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, της λίστας Φαλτσιάνι στο πρωθυπουργικό γραφείο. Στην ίδια γραμμή με τον κ. Διώτη, τονίζει και εκείνος ότι η λίστα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί νομικά. Το βράδυ δίνει μία μακρά συνέντευξη σε παραληρηματικούς τόνους στο κεντρικό δελτίο του Mega στο οποίο προσπαθεί να πείσει το κοινό ότι όποιος βάλλει κατά του ιδίου, βάλλει κατά του ΠΑΣΟΚ, και κατά επέκταση της κυβέρνησης. Η λίστα Βενιζέλου τελικά θα καταλήξει στον οικονομικό εισαγγελέα κ. Πεπόνη μέσω του ΣΔΟΕ.

- Το ΠΑΣΟΚ βράζει. Την Τετάρτη συγκαλείται εσπευσμένα η κοινοβουλευτική ομάδα η οποία συνεδριάζει κεκλεισμένων των θυρών. Από τη συνεδρίαση προκύπτουν ελάχιστες ειδήσεις σχετικά με το θέμα. Απλά γίνεται λόγος για "ατυχείς χειρισμούς". Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ τηρούν σιωπή νεκροταφείου.

- Οι τέσσερις εμπλεκόμενοι στην υπόθεση προβαίνουν σε αλληλοαναιρούμενες δηλώσεις καθ' όλη τη διάρκεια της εβδομάδας. Την Παρασκευή ο κ. Πεπόνης δίνει εντολή στο ΣΔΟΕ για πλήρη αξιοποίηση της λίστας Βενιζέλου, υποστηρίζοντας ότι εφόσον προήλθε επισήμως από την γαλλική κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιηθεί και νομικά, εκθέτοντας τους έμπειρους νομικούς κ.κ. Βενιζέλο και Διώτη.

Όσο επιεικής να θέλει να είναι κανείς, πρόκειται σαφώς για μια υπόθεση τουλάχιστον εγκληματικής αμέλειας σε βάρος του Δημοσίου με αυτονόητες υποψίες για συγκάλυψη. Είναι επίσης τραγελαφικό να χρησιμοποιείται για την έρευνα ένα στοιχείο (η λίστα Βενιζέλου) το οποίο προήλθε από έναν από τους εμπλεκόμενους, καθώς υπάρχουν εύλογα ερωτηματικά για τη γνησιότητα της λίστας, όπως τόνισε και ο κ. Ραγκούσης, ο οποίος ήταν υπουργός εκείνη την περίοδο. Οι εισαγγελείς θα πρέπει να αναζητήσουν τη γνήσια λίστα Φαλτσιάνι πριν προχωρήσουν σε έρευνες, και φυσικά οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να εύχονται οι δύο λίστες να μη διαφέρουν.

Μία ακόμη λίστα θα πει κανείς ανάμεσα στις τόσες που κυκλοφορούν τελευταία. Εχθές στο κεντρικό του δελτίο το Mega πρέπει να ανέφερε τουλάχιστον τέσσερις λίστες προσώπων που ελέγχονται. Όμως εδώ δεν πρόκειται για άλλη μία υπόθεση φοροδιαφυγής με απώλειες για το Δημόσιο. Πρόκειται για πιθανή υπόθεση συγκάλυψης οικονομικού εγκλήματος σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο. Είναι άλλωστε κοινό μυστικό ότι η αιτία της φοροδιαφυγής στην Ελλάδα δεν οφείλεται στην ευρηματικότητα των Ελλήνων φοροφυγάδων, αλλά στην έλλειψη πολιτικής βούλησης να καταπολεμηθεί το φαινόμενο, ενώ υπάρχουν διάχυτες υπόνοιες ότι η αιτία αυτής της έλλειψης βούλησης δεν είναι η ατολμία των πολιτικών, αλλά η εμπλοκή τους σε τέτοιες ενέργειες. Για να χτυπηθεί επομένως αποτελεσματικά η μεγαλοφοροδιαφυγή πρέπει πρώτα να εξασφαλιστεί ότι αυτή δεν έχει δεσμούς με το πολιτικό σύστημα. Για αυτούς τους λόγους η πλήρης διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης είναι πιο σημαντική από τα ποσά που θα λάβει το ελληνικό Δημόσιο από πρόστιμα που ενδεχομένως να προκύψουν.

Σύνδεσμοι:


Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Η Κεντροαριστερά μετά την 6η Μαΐου

Νομίζω κάθε ένας που δεν είναι φανατικά φιλελεύθερος, συμφωνεί ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί το υπάρχων σύστημα που μεγεθύνει την ανισότητα ενώ για τον πολύ κόσμο έχει μόνο συνταγές ύφεσης-λιτότητας. Όπως έχω ξαναγράψει και σε προηγούμενη ανάρτηση, τα πράγματα δείχνουν ότι η κρίση τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό Νότο θα λυθεί με μαζικές διαγραφές χρεών, στα πρότυπα του 2ου Μνημονίου, ριζικές αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, και ενδεχομένως πρόσθετες μεταρρυθμίσεις. Το πότε θα έρθουν ακριβώς αυτές οι αλλαγές δεν είναι γνωστό, αλλά θεωρώ βέβαιο ότι δεν θα είναι μία εύκολη και αβίαστη διαδικασία. Το άδικο με την Ελλάδα είναι ότι έχει φορτωθεί το βάρος του τελείως αποτυχημένου (κατά Μέρκελ) πρώτου Μνημονίου.

Πριν τις εκλογές θεωρούσα ότι η καλύτερη στρατηγική για την Ελλάδα ήταν να κρατήσει όσο μπορεί εντός του Μνημονίου, με δίκαιη λιτότητα και μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε όταν θα υπάρξουν αυτές οι ριζικές αλλαγές η Ελλάδα να είναι στις διαπραγματεύσεις και μέρος της λύσης. Να μην είναι η πρώτη που θα "σπάσει" δίνοντας δικαιώματα για αποβολή της από τον ευρωπαϊκό ιστό. Θεωρούσα μάλιστα ότι κόμματα εκτός του δικομματισμού, όπως η ΔΗΜΑΡ (στην οποία σημειώνω ήμουν μέλος από τον Μάιο του 2011 μέχρι τον Φεβρουάριο 2012) έπρεπε να πάρουν το ρίσκο και να παρέμβουν θετικά σε αυτήν την προσπάθεια, εξασφαλίζοντας κατά το δυνατό τη δίκαιη κατανομή των βαρών αλλά και την εφαρμογή ορισμένων δίκαιων μεταρρυθμίσεων που περιέχονταν στο Μνημόνιο, όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Η ΔΗΜΑΡ επέλεξε να μην αναλάβει αυτό το, πράγματι μεγάλο, ρίσκο. Το τι θα κατάφερνε αν το επιχειρούσε δε θα το μάθουμε ποτέ. Eξαιτίας λοιπόν και της κακής συνταγής αλλά και της κάκιστης διαχείρισης από το ΠΑΣΟΚ, η δίκαιη λιτότητα "πήγε περίπατο" και τη θέση της πήρε μία άγρια, άδικη λιτότητα. Ο Έλληνας δεν άντεξε και το έδειξε σε αυτές τις εκλογές, κάνοντας μία δημοκρατική επανάσταση και ζητώντας άλλο δρόμο, αν αυτός βέβαια υπάρχει. Έχουμε πλέον μετά τις εκλογές δύο σχεδόν αντίρροπα πολιτικά δεδομένα (η κοινή τους συνιστώσα θέλω να πιστεύω είναι η τελική επίλυση της κρίσης). Τη στάση της Ευρώπης, και τη στάση των πολιτών στην Ελλάδα. Από αυτά το πρώτο, έστω και θεωρητικά, είναι διαπραγματεύσιμο, ενώ το δεύτερο αποτελεί τετελεσμένο και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η δυναμική του ενισχύεται.

Η πτώση του ΠΑΣΟΚ, η ευκαιρία της ΔΗΜΑΡ και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ

Το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει σε όλο του το φάσμα, αλλά οι πραγματικά δραματικές αλλαγές έγιναν στην Κεντροαριστερά με την παταγώδη πτώση του ΠΑΣΟΚ από το ποσοστό του 43,92% του 2009 στο 13,8 %. Πολλοί σπεύδουν να αποδώσουν την πτώση αυτή γενικά και αόριστα στις πολιτικές που ακολούθησε τα τελευταία 2 χρόνια. Θυμίζω ωστόσο ότι τα δημοσκοπικά ποσοστά  του ΠΑΣΟΚ παρέμεναν υψηλά ακόμη και ενάμιση χρόνο μετά τις εκλογές, και αφού είχε ψηφιστεί και άρχισε να εφαρμόζεται το πρώτο Μνημόνιο. Θεωρώ ότι ο κόσμος αναγνώριζε λίγο πολύ ότι η ελληνική οικονομία είχε πράγματι προβλήματα και κάποιες προσαρμογές ήταν αναγκαίες. Οι τραγικές επιδόσεις της πρώτης χρονιάς της κυβέρνησης Παπανδρέου, με απίστευτες παλινωδίες, έλλειψη σχεδίου αλλά και πολιτικής βούλησης είναι αυτές που αποξένωσαν το κόμμα του από τη λαϊκή του βάση. Η δημοτικότητα του ΠΑΣΟΚ άρχισε να κατρακυλά όταν ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι όχι μόνο αδυνατούσε, αλλά δεν είχε και πραγματική βούληση να εφαρμόσει με δικαιοσύνη τα μέτρα του Μνημονίου. Σε αυτήν την πτώση συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό και το "βρώμικο παρελθόν" του ΠΑΣΟΚ που είχε συνδεθεί με τα σκάνδαλα, το πελατειακό σύστημα, τη διαπλοκή με τις τράπεζες και τον επιχειρηματικό κόσμο κλπ.

Οι ψηφοφόροι του άρχισαν να το εγκαταλείπουν και αναζήτησαν άλλες επιλογές, κυρίως στην Αριστερά, με πρώτη επιλογή τη ΔΗΜΑΡ, η οποία τον Μάρτιο του 2012 εμφανίζονταν με ποσοστό γύρω στο 15 %, έναντι 11 % του ΠΑΣΟΚ και 12 % του ΣΥΡΙΖΑ (Public Issue 15/03/2012). Η ΔΗΜΑΡ ωστόσο δεν μπόρεσε να διατηρήσει αυτή τη θέση, κατά τη γνώμη μου γιατί πρότεινε σε ένα ήδη εξουθενωμένο κοινό τη λύση των ισοδύναμων μέτρων, μία λύση που είχε προτείνει και ο κ. Σαμαράς χωρίς να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Στα αυτιά του λαού, όσα πρότεινε για ένα πιο ήπιο Μνημόνιο δεν διέφεραν σημαντικά από όσα προσπαθούσε να κάνει το ΠΑΣΟΚ στη διαχείριση του Μνημονίου. Επιπλέον, λόγω της αρνητικής της στάσης σε όσες μεταρρυθμίσεις επιχείρησε το ΠΑΣΟΚ, δεν κατάφερε να προσελκύσει ούτε την μερίδα των πολιτών που είναι υπέρ των αλλαγών και να διαμορφώσει ένα γνήσια μεταρρυθμιστικό προφίλ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, εκμεταλλευόμενος και τη βοήθεια ορισμένων προσωπικοτήτων με αρκετή επιρροή, όπως ο κ. Βαρουφάκης, κατάφερε να πείσει ένα, μεγάλο όπως αποδείχθηκε, μέρος των εκλογέων ότι η ολοκληρωτική αλλαγή της στρατηγικής του Μνημονίου και όχι απλά ορισμένων μέτρων είναι εφικτή και βιώσιμη, δίνοντας στον κόσμο μία ελπίδα για βελτίωση που τόσο την είχε ανάγκη. Το βασικό επιχείρημα του κ. Τσίπρα ήταν και είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα διστάσουν να αποπέμψουν την Ελλάδα από το ευρώ, φοβούμενοι την εξάπλωση της κρίσης και θα ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν σε απαιτήσεις για αλλαγή πλεύσης του Μνημονίου. To κατά πόσο αυτή η υπόθεση ισχύει θα το μάθουμε όλοι αν ο κ. Τσίπρας αναλάβει την εξουσία, ωστόσο οφείλω να σημειώσω ότι υπάρχουν και θεσμικοί παράγοντες που τον επιβεβαιώνουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαργύρωσε και την πολύ καλή διαχείριση της προεκλογικής περιόδου, κατά την οποία, με το σύνθημα της Αριστερής κυβέρνησης, έδωσε στον κόσμο την ελπίδα όχι μόνο για την αλλαγή πλεύσης της οικονομικής πολιτικής, αλλά και για το, πολυπόθητο για πολλούς, τέλος του δικομματισμού.

Η νέα Κεντροαριστερά;

Στις εκλογές τα απόλυτα ποσοστά καθορίζουν τις κυβερνήσεις, αλλά τα πολιτικά συμπεράσματα εξάγονται από τις μεταβολές τους. Έτσι η ΝΔ, με πτώση των ποσοστών της από 33,47 % σε 18,85 % μπορεί να είναι πρώτο κόμμα, αλλά μάλλον δεν συγκαταλέγεται στους νικητές. Νικητής είναι η Αριστερά και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ.

Μετά την θεαματική άνοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με μεγάλες προκλήσεις. Στη συγκέντρωση του κόμματος εχθές στη Νίκαια, ο κ. Τσίπρας δήλωσε ότι "δημιουργούμε την λαϊκή δημοκρατική παράταξη της Αριστεράς". Τα ιστορικά δεδομένα καταδεικνύουν ωστόσο ότι οι (αμιγείς) κυβερνήσεις Αριστεράς σπάνια επιτυγχάνονται και όταν αυτό γίνεται δεν έχουν διάρκεια, κυρίως γιατί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη στήριξη από τους πολίτες. Οι βασικοί πυλώνες των δημοκρατιών της Ευρώπης είναι η Κεντροαριστερά και η Κεντροδεξιά και θεωρώ ότι η χώρα μας, παρά την μεγάλη πολιτική κρίση και τις χρόνιες ιδιαιτερότητές της, δεν αποτελεί εξαίρεση. Έτσι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να έχει διάρκεια στο πολιτικό σκηνικό έτσι ώστε να εφαρμόσει τις πολιτικές του, θα πρέπει να προσεγγίσει την Σοσιαλδημοκρατία (ίσως σε μία καινούρια, ανανεωμένη και πιο γνήσια μορφή) και να βλέπει ως συνεταίρους του σε συγκυβέρνηση όχι μόνο την κεντροαριστερά, αλλά ακόμα και τον κεντρώο χώρο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του εξάλλου προέρχεται πλέον από τους χώρους αυτούς. Παράλληλα, θα πρέπει να εγκαταλείψει τις εντελώς ανούσιες ακτιβιστικές του πρακτικές που αποξενώνουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και προκαλούν αμφιβολία ακόμα και για τον δημοκρατικό του προσανατολισμό. Μία τέτοια μετάλλαξη όμως, ιδιαίτερα για ένα συνασπισμό κομμάτων στον οποίο η ενότητα δεν ήταν ποτέ δεδομένη, είναι εξαιρετικά δύσκολη, ίσως και αδύνατη.

Στην νέα εποχή των συνεργασιών, πρωταγωνιστές θα είναι εκείνοι που καταφέρνουν να δημιουργούν συνθέσεις και συνεργασίες τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Σε αυτόν τον τομέα ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το πρώτο του μεγάλο λάθος μετεκλογικά, με το ξεκίνημα μίας αδικαιολόγητης αλλά και ανώφελης επίθεσης εναντίον της ΔΗΜΑΡ. Σε όποιον μπορεί να κάνει μία έστω και ελάχιστη ανάλυση των πολιτικών δεδομένων ήταν φανερό ότι ο κ. Κουβέλης δεν θα συμμετείχε ποτέ σε κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κίνηση αυτή δεν θα εξυπηρετούσε ούτε το γενικό αλλά ούτε και το κομματικό του συμφέρον, ενώ θα τον άφηνε έκθετο καθώς είχε προειδοποιήσει προεκλογικά ότι δεν θα γίνονταν το "αριστερό άλλοθι" μίας τέτοιας συμμαχίας. Το αποτέλεσμα αυτής της ανόητης πραγματικά διαμάχης ήταν να φανεί αναξιόπιστη όλη η Αριστερά (με πρώτο το ΣΥΡΙΖΑ) σε μία κρίσιμη στιγμή που ένα μεγαλύτερο όσο ποτέ μέρος της κοινωνίας της έχει δώσει την πρωτοβουλία. Το αποκορύφωμα της διαμάχης αυτής ήταν η σημερινή δήλωση του κ. Κουβέλη ότι δε θα συνεργαστεί με το ΣΥΡΙΖΑ ούτε μετεκλογικά (εύχομαι πραγματικά να ανασκευάσει), γεγονός που κάνει την "κυβέρνηση των προοδευτικών δυνάμεων" που ο ίδιος ο κ. Κουβέλης επαγγέλλονταν πρακτικά αδύνατη.

Αν το μήνυμα των προηγούμενων εκλογών ήταν η αλλαγή  της ακολουθούμενης πολιτικής, το διακύβευμα των επόμενων εκλογών (τον Ιούνιο όπως δείχνουν μέχρι στιγμής τα πράγματα) θα είναι η συγκρότηση μίας κυβέρνησης που θα διεκδικήσει αυτές τις αλλαγές. Σε μία ιστορική στιγμή, οι δυνάμεις της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς (κυρίως εκείνες που δεν κυβέρνησαν όλα αυτά τα χρόνια) φαίνονται διασπασμένες και δείχνουν ότι πετάνε μία τεράστια ευκαιρία να εφαρμόσουν τις λύσεις τους. Οι ηγεσίες τους έχουν ακόμη χρόνο να επανορθώσουν, να λειτουργήσουν ενωτικά και να ανακτήσουν την αξιοπιστία της Αριστεράς.