Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Η Κεντροαριστερά μετά την 6η Μαΐου

Νομίζω κάθε ένας που δεν είναι φανατικά φιλελεύθερος, συμφωνεί ότι δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί το υπάρχων σύστημα που μεγεθύνει την ανισότητα ενώ για τον πολύ κόσμο έχει μόνο συνταγές ύφεσης-λιτότητας. Όπως έχω ξαναγράψει και σε προηγούμενη ανάρτηση, τα πράγματα δείχνουν ότι η κρίση τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό Νότο θα λυθεί με μαζικές διαγραφές χρεών, στα πρότυπα του 2ου Μνημονίου, ριζικές αλλαγές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, και ενδεχομένως πρόσθετες μεταρρυθμίσεις. Το πότε θα έρθουν ακριβώς αυτές οι αλλαγές δεν είναι γνωστό, αλλά θεωρώ βέβαιο ότι δεν θα είναι μία εύκολη και αβίαστη διαδικασία. Το άδικο με την Ελλάδα είναι ότι έχει φορτωθεί το βάρος του τελείως αποτυχημένου (κατά Μέρκελ) πρώτου Μνημονίου.

Πριν τις εκλογές θεωρούσα ότι η καλύτερη στρατηγική για την Ελλάδα ήταν να κρατήσει όσο μπορεί εντός του Μνημονίου, με δίκαιη λιτότητα και μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε όταν θα υπάρξουν αυτές οι ριζικές αλλαγές η Ελλάδα να είναι στις διαπραγματεύσεις και μέρος της λύσης. Να μην είναι η πρώτη που θα "σπάσει" δίνοντας δικαιώματα για αποβολή της από τον ευρωπαϊκό ιστό. Θεωρούσα μάλιστα ότι κόμματα εκτός του δικομματισμού, όπως η ΔΗΜΑΡ (στην οποία σημειώνω ήμουν μέλος από τον Μάιο του 2011 μέχρι τον Φεβρουάριο 2012) έπρεπε να πάρουν το ρίσκο και να παρέμβουν θετικά σε αυτήν την προσπάθεια, εξασφαλίζοντας κατά το δυνατό τη δίκαιη κατανομή των βαρών αλλά και την εφαρμογή ορισμένων δίκαιων μεταρρυθμίσεων που περιέχονταν στο Μνημόνιο, όπως το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Η ΔΗΜΑΡ επέλεξε να μην αναλάβει αυτό το, πράγματι μεγάλο, ρίσκο. Το τι θα κατάφερνε αν το επιχειρούσε δε θα το μάθουμε ποτέ. Eξαιτίας λοιπόν και της κακής συνταγής αλλά και της κάκιστης διαχείρισης από το ΠΑΣΟΚ, η δίκαιη λιτότητα "πήγε περίπατο" και τη θέση της πήρε μία άγρια, άδικη λιτότητα. Ο Έλληνας δεν άντεξε και το έδειξε σε αυτές τις εκλογές, κάνοντας μία δημοκρατική επανάσταση και ζητώντας άλλο δρόμο, αν αυτός βέβαια υπάρχει. Έχουμε πλέον μετά τις εκλογές δύο σχεδόν αντίρροπα πολιτικά δεδομένα (η κοινή τους συνιστώσα θέλω να πιστεύω είναι η τελική επίλυση της κρίσης). Τη στάση της Ευρώπης, και τη στάση των πολιτών στην Ελλάδα. Από αυτά το πρώτο, έστω και θεωρητικά, είναι διαπραγματεύσιμο, ενώ το δεύτερο αποτελεί τετελεσμένο και σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η δυναμική του ενισχύεται.

Η πτώση του ΠΑΣΟΚ, η ευκαιρία της ΔΗΜΑΡ και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ

Το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει σε όλο του το φάσμα, αλλά οι πραγματικά δραματικές αλλαγές έγιναν στην Κεντροαριστερά με την παταγώδη πτώση του ΠΑΣΟΚ από το ποσοστό του 43,92% του 2009 στο 13,8 %. Πολλοί σπεύδουν να αποδώσουν την πτώση αυτή γενικά και αόριστα στις πολιτικές που ακολούθησε τα τελευταία 2 χρόνια. Θυμίζω ωστόσο ότι τα δημοσκοπικά ποσοστά  του ΠΑΣΟΚ παρέμεναν υψηλά ακόμη και ενάμιση χρόνο μετά τις εκλογές, και αφού είχε ψηφιστεί και άρχισε να εφαρμόζεται το πρώτο Μνημόνιο. Θεωρώ ότι ο κόσμος αναγνώριζε λίγο πολύ ότι η ελληνική οικονομία είχε πράγματι προβλήματα και κάποιες προσαρμογές ήταν αναγκαίες. Οι τραγικές επιδόσεις της πρώτης χρονιάς της κυβέρνησης Παπανδρέου, με απίστευτες παλινωδίες, έλλειψη σχεδίου αλλά και πολιτικής βούλησης είναι αυτές που αποξένωσαν το κόμμα του από τη λαϊκή του βάση. Η δημοτικότητα του ΠΑΣΟΚ άρχισε να κατρακυλά όταν ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι όχι μόνο αδυνατούσε, αλλά δεν είχε και πραγματική βούληση να εφαρμόσει με δικαιοσύνη τα μέτρα του Μνημονίου. Σε αυτήν την πτώση συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό και το "βρώμικο παρελθόν" του ΠΑΣΟΚ που είχε συνδεθεί με τα σκάνδαλα, το πελατειακό σύστημα, τη διαπλοκή με τις τράπεζες και τον επιχειρηματικό κόσμο κλπ.

Οι ψηφοφόροι του άρχισαν να το εγκαταλείπουν και αναζήτησαν άλλες επιλογές, κυρίως στην Αριστερά, με πρώτη επιλογή τη ΔΗΜΑΡ, η οποία τον Μάρτιο του 2012 εμφανίζονταν με ποσοστό γύρω στο 15 %, έναντι 11 % του ΠΑΣΟΚ και 12 % του ΣΥΡΙΖΑ (Public Issue 15/03/2012). Η ΔΗΜΑΡ ωστόσο δεν μπόρεσε να διατηρήσει αυτή τη θέση, κατά τη γνώμη μου γιατί πρότεινε σε ένα ήδη εξουθενωμένο κοινό τη λύση των ισοδύναμων μέτρων, μία λύση που είχε προτείνει και ο κ. Σαμαράς χωρίς να έχει κάποιο αποτέλεσμα. Στα αυτιά του λαού, όσα πρότεινε για ένα πιο ήπιο Μνημόνιο δεν διέφεραν σημαντικά από όσα προσπαθούσε να κάνει το ΠΑΣΟΚ στη διαχείριση του Μνημονίου. Επιπλέον, λόγω της αρνητικής της στάσης σε όσες μεταρρυθμίσεις επιχείρησε το ΠΑΣΟΚ, δεν κατάφερε να προσελκύσει ούτε την μερίδα των πολιτών που είναι υπέρ των αλλαγών και να διαμορφώσει ένα γνήσια μεταρρυθμιστικό προφίλ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, εκμεταλλευόμενος και τη βοήθεια ορισμένων προσωπικοτήτων με αρκετή επιρροή, όπως ο κ. Βαρουφάκης, κατάφερε να πείσει ένα, μεγάλο όπως αποδείχθηκε, μέρος των εκλογέων ότι η ολοκληρωτική αλλαγή της στρατηγικής του Μνημονίου και όχι απλά ορισμένων μέτρων είναι εφικτή και βιώσιμη, δίνοντας στον κόσμο μία ελπίδα για βελτίωση που τόσο την είχε ανάγκη. Το βασικό επιχείρημα του κ. Τσίπρα ήταν και είναι ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας θα διστάσουν να αποπέμψουν την Ελλάδα από το ευρώ, φοβούμενοι την εξάπλωση της κρίσης και θα ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν σε απαιτήσεις για αλλαγή πλεύσης του Μνημονίου. To κατά πόσο αυτή η υπόθεση ισχύει θα το μάθουμε όλοι αν ο κ. Τσίπρας αναλάβει την εξουσία, ωστόσο οφείλω να σημειώσω ότι υπάρχουν και θεσμικοί παράγοντες που τον επιβεβαιώνουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαργύρωσε και την πολύ καλή διαχείριση της προεκλογικής περιόδου, κατά την οποία, με το σύνθημα της Αριστερής κυβέρνησης, έδωσε στον κόσμο την ελπίδα όχι μόνο για την αλλαγή πλεύσης της οικονομικής πολιτικής, αλλά και για το, πολυπόθητο για πολλούς, τέλος του δικομματισμού.

Η νέα Κεντροαριστερά;

Στις εκλογές τα απόλυτα ποσοστά καθορίζουν τις κυβερνήσεις, αλλά τα πολιτικά συμπεράσματα εξάγονται από τις μεταβολές τους. Έτσι η ΝΔ, με πτώση των ποσοστών της από 33,47 % σε 18,85 % μπορεί να είναι πρώτο κόμμα, αλλά μάλλον δεν συγκαταλέγεται στους νικητές. Νικητής είναι η Αριστερά και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ.

Μετά την θεαματική άνοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται αντιμέτωπος με μεγάλες προκλήσεις. Στη συγκέντρωση του κόμματος εχθές στη Νίκαια, ο κ. Τσίπρας δήλωσε ότι "δημιουργούμε την λαϊκή δημοκρατική παράταξη της Αριστεράς". Τα ιστορικά δεδομένα καταδεικνύουν ωστόσο ότι οι (αμιγείς) κυβερνήσεις Αριστεράς σπάνια επιτυγχάνονται και όταν αυτό γίνεται δεν έχουν διάρκεια, κυρίως γιατί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την απαιτούμενη στήριξη από τους πολίτες. Οι βασικοί πυλώνες των δημοκρατιών της Ευρώπης είναι η Κεντροαριστερά και η Κεντροδεξιά και θεωρώ ότι η χώρα μας, παρά την μεγάλη πολιτική κρίση και τις χρόνιες ιδιαιτερότητές της, δεν αποτελεί εξαίρεση. Έτσι, αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να έχει διάρκεια στο πολιτικό σκηνικό έτσι ώστε να εφαρμόσει τις πολιτικές του, θα πρέπει να προσεγγίσει την Σοσιαλδημοκρατία (ίσως σε μία καινούρια, ανανεωμένη και πιο γνήσια μορφή) και να βλέπει ως συνεταίρους του σε συγκυβέρνηση όχι μόνο την κεντροαριστερά, αλλά ακόμα και τον κεντρώο χώρο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του εξάλλου προέρχεται πλέον από τους χώρους αυτούς. Παράλληλα, θα πρέπει να εγκαταλείψει τις εντελώς ανούσιες ακτιβιστικές του πρακτικές που αποξενώνουν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και προκαλούν αμφιβολία ακόμα και για τον δημοκρατικό του προσανατολισμό. Μία τέτοια μετάλλαξη όμως, ιδιαίτερα για ένα συνασπισμό κομμάτων στον οποίο η ενότητα δεν ήταν ποτέ δεδομένη, είναι εξαιρετικά δύσκολη, ίσως και αδύνατη.

Στην νέα εποχή των συνεργασιών, πρωταγωνιστές θα είναι εκείνοι που καταφέρνουν να δημιουργούν συνθέσεις και συνεργασίες τόσο σε κοινωνικό, όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Σε αυτόν τον τομέα ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το πρώτο του μεγάλο λάθος μετεκλογικά, με το ξεκίνημα μίας αδικαιολόγητης αλλά και ανώφελης επίθεσης εναντίον της ΔΗΜΑΡ. Σε όποιον μπορεί να κάνει μία έστω και ελάχιστη ανάλυση των πολιτικών δεδομένων ήταν φανερό ότι ο κ. Κουβέλης δεν θα συμμετείχε ποτέ σε κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κίνηση αυτή δεν θα εξυπηρετούσε ούτε το γενικό αλλά ούτε και το κομματικό του συμφέρον, ενώ θα τον άφηνε έκθετο καθώς είχε προειδοποιήσει προεκλογικά ότι δεν θα γίνονταν το "αριστερό άλλοθι" μίας τέτοιας συμμαχίας. Το αποτέλεσμα αυτής της ανόητης πραγματικά διαμάχης ήταν να φανεί αναξιόπιστη όλη η Αριστερά (με πρώτο το ΣΥΡΙΖΑ) σε μία κρίσιμη στιγμή που ένα μεγαλύτερο όσο ποτέ μέρος της κοινωνίας της έχει δώσει την πρωτοβουλία. Το αποκορύφωμα της διαμάχης αυτής ήταν η σημερινή δήλωση του κ. Κουβέλη ότι δε θα συνεργαστεί με το ΣΥΡΙΖΑ ούτε μετεκλογικά (εύχομαι πραγματικά να ανασκευάσει), γεγονός που κάνει την "κυβέρνηση των προοδευτικών δυνάμεων" που ο ίδιος ο κ. Κουβέλης επαγγέλλονταν πρακτικά αδύνατη.

Αν το μήνυμα των προηγούμενων εκλογών ήταν η αλλαγή  της ακολουθούμενης πολιτικής, το διακύβευμα των επόμενων εκλογών (τον Ιούνιο όπως δείχνουν μέχρι στιγμής τα πράγματα) θα είναι η συγκρότηση μίας κυβέρνησης που θα διεκδικήσει αυτές τις αλλαγές. Σε μία ιστορική στιγμή, οι δυνάμεις της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς (κυρίως εκείνες που δεν κυβέρνησαν όλα αυτά τα χρόνια) φαίνονται διασπασμένες και δείχνουν ότι πετάνε μία τεράστια ευκαιρία να εφαρμόσουν τις λύσεις τους. Οι ηγεσίες τους έχουν ακόμη χρόνο να επανορθώσουν, να λειτουργήσουν ενωτικά και να ανακτήσουν την αξιοπιστία της Αριστεράς.